Απόσπασμα από το τρίτο βιβλίο του Αντώνη Ματζάρη, που αφηγείται τη ζωή και τα έργα του κάτοικου που πρώτος πάτησε το πόδι του στην πλατεία μνήμης σε αυτό τον τόπο που στήθηκε η Περαία!
Ξημέρωσε ο Θεός τη μέρα Δευτέρα ήταν θυμάμαι αρχές Σεπτέμβρη του 1899, μόλις άρχισε να ανεβαίνει ο ήλιος πάνω από τον Προφήτη Ηλία της Ίμβρου και φώτιζε με ένα απόκοσμο φως τη καταγάλανη θάλασσα του κόλπου του Στρυμονικού όταν άκουσα τη φωνή του θείου μου από τον πάνω όροφο του αντιπροσωπείου να με φωνάζει.
-Για έλα δω πάνω βρε Απόστολε.
Πάω πάνω και το βλέπω με ένα μονό τηλεσκόπιο να κοιτάζει από τον τελευταίο εξώστη τη θάλασσα.
-Για πάρε το τηλεσκόπιο και δες αυτό το καΐκι δικό μας δεν είναι;
-Ναι δικό μας είναι.
-Αυτό το είχε αραγμένο στο αρσανά της Καλιάγρας ο καπετάν Χρήστος Γιακαμόζης και ξεφόρτωνε τούβλα. Μετά μαζί με όλο το πλήρωμα, τον αδελφό σου το Γιώργη, το Χατζηνικολάκη από τη Λάμψακο, το παιδί από την Κουτάλη το Γιάννη και το μπάρμπα Ιωακείμ από την Καλλίπολη θα έρχονταν να μείνουν μαζί μας για λίγες μέρες. Τώρα πως στην ευχή συμβαίνει πάνω στο κατάστρωμα να γίνονται τόσα τρεχαλητά από καμιά δεκαπενταριά νοματαίους;
-Θείε βλέπω το καΐκι να ξεκολλάει από τον αρσανά και να ξεμακραίνει στο πέλαγος.
-Το βλέπω Απόστολε να κατηφορίζει προς την μονή Ιβήρων χωρίς να σηκώσει πανιά. Κάτι ύποπτο συμβαίνει.
Έτσι έρμαιο, ξάρμενο λουσμένο από το φως της ανατολής του ήλιου χάθηκε πίσω από το Μυλοπόταμο το κάθισμα του Αγίου Ευσταθίου.
Μετά δέκα μέρες αφού φάγαμε τον τόπο να μάθουμε τι απέγινε το είδαμε να μπαίνει στο αρσανά της Καλιάγρας και να δένει. Ήρθανε το πλήρωμα και μας βρήκανε στο αντιπροσωπείο, αγκαλιαστήκαμε εγώ με το Γιώργη τον αδελφό μου και κλαίγαμε παλικαράκι εκείνος μικρό παιδί εγώ, όπου μας αφηγήθηκαν την περιπέτειά τους.
-Που λες παπά’μ άρχισε την εξιστόρηση ο καπετάν Γιακαμόζης μετά που ξεφορτώσαμε προτού ‘ρθούμε να σου δώκουμε αναφορά από το ταξίδι μας πιάσαμε ο καθένας από ένα γιατάκι για να ξαποστάσουμε. Ξαφνικά ακούω το Γιώργη να με φωνάζει κατατρομαγμένος.
-Νονέ, νονέ ρεσάλτο.
Γυρίζω και βλέπω ένα αγριάνθρωπο τσολιά ντυμένο, θηρίο μονάχο, να κοπανάει στην πλάτη το βαφτιστήρι μου με την ανάποδη της χατζάρας, που κράδαινε και να τον σωριάζει στο κατάστρωμα.
Αυτός ο Χρήστος (Χριστόδουλος ήταν το βαφτιστικό) Γιακαμόζης με τον αδελφό του το Βασίλη είχαν όλα τα παιδιά του Παπαγιάννη βαφτισμένα γιαυτό και γω νονό τον έλεγα.
-Ποιος είναι ο καπετάνιος; ρώτησε ο λήσταρχος ενώ συνέχιζαν να ανεβαίνουν στο κατάστρωμα άλλοι οκτώ ληστές.
-Εγώ είμαι του λέω.
Αμέσως με αρπάνε για να με δέσουνε στο άλμπουρο.
-Τώρα κιόλας σου παίρνω το κεφάλι αν δεν φύγουμε. Δώσε διαταγή να ανεβάσουν το σίδερο (η άγκυρα) πάνω και τα πανιά.
-Βρε αμάν του λέω πώς να φύγουμε. Νε σαβούρα νε νερό, νε κουμπάνια, τα χαρτιά είναι στις Καρυές δεν έχουμε τίποτα. Σαν αγναντινά δεν φυσούσε καθόλου αέρας για να σηκωθούν τα πανιά.
Αρπά το Χατζηνικολάκη από τα μαλλιά το σέρνει στην κουπαστή και με φωνάζει.
-Κερατά καπετάνιο ή φεύγουμε ή το σφάζω και σηκώνει το γιαταγάνι του έτοιμος να πάρει το κεφάλι του παιδιού.
-Ό,τι πεις θα κάνω όμως άσε το παιδί να χαρείς.
Αυτό από την τρομάρα του κατουρήθηκε πάνω του και του έχει σαλέψει, μέχρι τώρα δεν έχει συνέλθει.
-Σηκώσαμε άγκυρα και ξεκολλήσαμε σιγά, σιγά για το πέλαγος. Σε κανά δυό ώρες φύσηξε βοριάς το δώκαμε κατά πάνω και πήγαμε Θάσο. Ο καπετάν Γιωργάκης το κατάλαβε και αγρίεψε.
-Που μας πας βρε κερατά, μου λέει δεν σου είπα να πιάσεις Ελλάδα;
-Πρέπει να βάλουμε σαβούρα και να πάρουμε κουμπάνια αλλιώς θα πνιγούμε στο πέλαγος.
Μπήκαμε στα Λιμενάρια και πιάσαμε στο λιμάνι να πάρουμε σαβούρα. Ένας τούρκος τελώνης άρχισε να κάνει έλεγχο και παρατηρήσεις. Κατεβαίνει ο καπετάν Γιωργάκης από το καΐκι με τον γκρα κάτω από την κάπα.
-Θα τον πάρω και θα το δέσω πίσω από το καΐκι τον κερατά
-Αμάν θα μας κάψεις μην το κάνεις.
Ανεβήκαμε και όπου φύγει φύγει ανοιχτήκανε στο Αιγαίο χωρίς σαβούρα, χωρίς κουμπάνια και κινήσαμε κατά το νοτιά. Μετά δυό μέρες ταλαιπώρια στη θάλασσα πιάσαμε στο Πόρτο Κουφό νύχτα κρυφά γιατί ένα γύρω είχε τούρκικους στρατώνες.
-Μπες μέσα στο Τορωναίο να πάμε στο Νικήτι εκεί θα σου βρω σαβούρα και κουμπάνια που θες.
-Είναι πολύ μέσα στο κόλπο νυχτιάτικα μπορεί να πέσουμε πάνω στο Κέλ(υ)φος. Γιατί να πάμε στο Νικήτι;
-Γιατί είναι ο τόπος μου μπρε;
Εκεί βγήκε στη στεριά και μας έφερε σαβούρα και τρόφιμα λίγα απ’ όλα.
Κείνο το βράδυ στις οκτώ Σεπτέμβρη καθώς πηγαίναμε να βγούμε στο Θερμαϊκό από τη διώρυγα της Ποτίδαιας άκουσα την πιο μελωδική φωνή να ψέλνει το απολυτίκιο της γέννησης της Παναγιάς.
Η γέννησίς σου Θεοτόκε, χαράν εμήνυσε πάσι τη οικουμένη, εκ σου γαρ ανέτειλεν ο ήλιος της δικαιοσύνης, Χριστός ο Θεός ημών, και λύσας την κατάραν, έδωκε την ευλογίαν, και καταργήσας τον θάνατον, εδωρήσατο ημίν ζωήν την αιώνιον.
Ήταν ο καπετάν Γιωργάκης, που έψελνε.
Ξεθαρρέψαμε μετά απ’αυτό.
-Ωραία το είπες τον ύμνο καπετάνιο πετάχτηκε ο Γιώργης.
-Λέγανε πως ήμουν καλός ψάλτης είπε αναστενάζοντας.
-Και μένα μου αρέσουν οι ψαλμωδίες και τα κλέφτικα τραγούδια σκάρωσα δω κιόλας δικά μου τέτοια τραγούδια.
-Καλά βρε με μας μέσα στο καΐκι να σας έχουμε κάνει ρεσάλτο και συ γράφεις κλέφτικα τραγούδια; είπε με απειλητικό τόνο στη φωνή.
-Ο Γιώργης ο βαφτισιμιός μου ήταν μερακλής πολύ σ’ αυτά. Και τα γράφει και μας τα τραγουδάει παρέμβηκε κατευναστικά ο καπετάν Γιακαμόζης.
Δεν κοιτάζαμε το χάλι μας, αυτός έγραφε τα ντέρτια μας τραγουδούσε κιόλας.
-Για πιάσε να πούμε ένα τέτοιο τραγούδι.
Έτσι υψώνονταν με δυο μελωδικές φωνές του καπετάν Γιωργάκη και του Γιώργη και σκορπούσαν μέσα στη νύχτα όμορφα κλέφτικα και βουκολικά τραγούδια.
Αρχίσανε με το « ο γέρο Δήμος πέθανε ο γέρο Δήμος πάει..» και τελειώσανε με τον «Αγαπητικό της βοσκοπούλας».
-Τώρα που πάμε καπετάν Γιωργάκη;
-Στη Σκιάθο, στην Ελλάδα έχουμε δουλειά εκεί.
Φτάσαμε και για τρεις μέρες πηγαίναμε σα παν σα κατ μέχρι ότου μας έκαναν σινιάλο απ΄την ξηρά να πιάσουμε κοντά στη σπηλιά της φόνισσας, όπου η θάλασσα έμπαινε μέσα της.
Με βάρκες κουβάλησαν στο καΐκι μέσα από τη σπηλιά κάσες γεμάτες με μπαρούτι και όπλα. Ξεκινήσαμε αποβραδίς τα ξεφορτώσαμε στο Χορευτό παραλία της Ζαγοράς και από εκεί, νύχτα, με τα ζώα μέσα από μονοπάτι ο καπετάν Γιωργάκης με άλλους τρεις ληστές και τέσσερεις ντόπιους εγώ και ο μπάρμπα Ιωακείμης τα μεταφέραμε στη Ζαγορά σε άκρα μυστικότητα. Στο μέσο της διαδρομής ένας ντόπιος ξερόβηξε μια ξερόβηξε δυό την τρίτη τραβάει τη χατζάρα ο καπετάν Γιωργάκης και τον σφάζει, τα αίματα απ’ το μαχαίρι τα σκούπισε στη φουστανέλα του.
-Ήθελε να μας προδώσει ο κερατάς σχολίασε.
Παραδώσαμε τα κασόνια στους ντόπιους και γυρίσαμε πίσω στη Σκιάθο.
Μετά πήρανε τις δύο βάρκες μας, από τον πάτο της μιας ο μπάρμπα Ιωακείμης είχε κρυφά αφαιρέσει την τζίβα, ανέβηκαν ανά τέσσερεις σε κάθε μια και ξεκίνησαν για τη σπηλιά από όπου είχαμε πάρει τα κασόνια. Μόλις κατέβηκαν ο καπετάν Γιωργάκης με βροντερή φωνή απείλησε.
-Καπετάνιε μη μας προδώσεις γιατί και στο κέρατο του βοδιού να κρυφτείς θα σε βρω και θα σε σφάξω.
-Σιγά μη προκάμει έτσι όπως αφαίρεσα την τζίβα από τον πάτο της βάρκας ψιθύρισε ο μπάρμπα Ιωακείμης.
-Τι έκανες μπάρμπα Ιωακείμη έβαλες τα κεφάλια μας στον τουρβά; θες να μας κάψεις; Δεν βλέπεις τι λυσσασμένο σκυλί είναι;
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή από τη βάρκα, που έμπαζε νερά ξεσπούσανε βλαστήμιες, κατάρες και απειλές. Τους βλέπαμε να πολεμάνε να βγάλουν τα νερά με ένα κουβά αλλά αδιαφόρετα η βάρκα βούλιαζε. Η άλλη βάρκα με τον αρχιλήσταρχο και άλλους τρεις φύγανε και τους άφηναν εκεί να πνίγονται χωρίς να δίνουν σημασία στα παρακαλετά τους για βοήθεια. Βλέποντας τους να πνίγονται μ’αυτόν τον τρόπο ο μπάρμπα Ιωακείμης απόκτησε ένα μόνιμο παραμιλητό κρίμα βρε παιδί μ, κρίμα βρε παιδί μ. Από τις φωνές αυτών που πνίγονταν πήραν χαμπάρι από την ξηρά και μόλις μπήκανε στη σπηλιά για να κρυφτούνε τους συλλάβανε.
-Όλα αυτά τα είδαμε από το καΐκι μετά σηκώσαμε πανιά, σαλπάραμε, μας έπιασε φουρτούνα ταλαιπωρηθήκαμε και ήρθαμε εν τέλει εδώ κατέληξε ο νονός μας.
-Να κάτσετε λίγο εδώ να συνέλθετε γιατί το καΐκι έχει ταξίδια να κάνει και σας χρειάζεται.
Αργότερα μάθαμε από Χαλκιδικιώτες το βίο και την πολιτεία του καπετάν Γιωργάκη.
Γεννήθηκε στη Νικήτη της Χαλκιδικής γύρω στα 1865. Ο πατέρας του ήταν καραβοκύρης αλλά στην πραγματικότητα πειρατής και με μια ομάδα συγχωριανών του λυμαίνονταν τα παράλια της Χαλκιδικής και της Πιερίας.
Σε μια τέτοια καταδρομή στην ακτή Ελιάς της Νικήτης την ώρα που κλέβανε τα ζώα των κτηνοτρόφων της περιοχής οι τζανταρμάδες τούρκοι ειδοποιημένοι τους επιτέθηκαν και κατάφεραν να ξεφύγουν όλοι εκτός από τον πατέρα του, που οι κτηνοτρόφοι τον βρήκαν κρυμμένο σε μια σπηλιά και τον σκότωσαν με τις πέτρες. Έτσι από μικρό παιδί αντιμετώπιζε την καταφρόνια και εμπαιγμό του κόσμου και αυτό τον έκανε δύστροπο που δεν δεχόταν μύγα στο σπαθί του. Όταν έγινε έφηβος μπάρκαρε σε ένα σφουγγαράδικο και έφυγε στην ελεύθερη τότε Ελλάδα. Από τότε και για πολλά χρόνια χάθηκαν τα ίχνη του τόσο ώστε οι συγχωριανοί του ξέχασαν την ύπαρξή του μέχρι τη μέρα που γύρισε μετά από δεκαπέντε χρόνια, τον ήξεραν παιδί και τώρα δυσκολεύτηκαν να τον αναγνωρίσουν είχε γίνει ψηλός γεμάτος λεβεντιά και περηφάνεια. Όπως ξαφνικά είχε χαθεί, έτσι ξαφνικά εμφανίστηκε μαζί με την πηλιωρίτισσα γυναίκα του. Μετά μάθανε ότι μερικά από τα χρόνια, που έλειψε, γύρισε όλα τα νησιά του Αιγαίου σαν ναυτικός, όποτε τον έπαιρνε σαν κουρσάρος ή πειρατής μέχρι που βρήκε το γιατάκι του στη Ζαγορά του Βόλου, όπου παντρεύτηκε και με την αξιοσύνη και τη δούλεψή του πρόκοψε και έκανε αρκετή περιουσία. Δεν έκανε όμως παιδιά και αποφάσισε να γυρίσει στον τόπο του γιατί εκεί έλεγε οι γυναίκες είναι πιο καρπερές.
Στο μεταξύ εγκαταστάθηκε στο πατρικό του σπίτι, που ήταν παρατημένο μια και είχε πεθάνει η μάνα του και άρχισε να ασχολείται με τη γεωργία.
Στο χωριό δεν ενοχλούσε κανένα και γιαυτό άρχισαν να το σέβονται και να τον υπολήπτονται, μέχρι και ψάλτη τον κάνανε γιατί ήταν καλλίφωνος. Μετά από δύο χρόνια πέθανε η γυναίκα του χωρίς να κάνουν παιδιά, ήταν λένε πανέμορφη και καλή, η μόνη που τον ημέρευε. Από τότε εκδηλώθηκε ο βίαιος χαρακτήρας του ενώ η υπερηφάνεια του τον έκανε να ρθει σε ρήξη αρχικά και μετά σε σύγκρουση με προύχοντες του χωριού του όταν αυτοί απαιτούσαν σεβασμό και υποτέλεια.
Η αρχή έγινε με τον πιο ιδιότροπο και στριμμένο προύχοντα Χριστόδουλο Καμπούρη που του ανέθεσε να μεταφέρει μια επιστολή σε ένα έμπορο στα Βασιλικά της Θεσσαλονίκης και όταν γύριζε πίσω με την απάντησή του έμπορου σε σφραγισμένο φάκελο εκείνος θα του έδινε τρία μετζίτια.
Η απόσταση είναι πάνω από πενήντα χιλιόμετρα, τα δύο χωριά δεν έχουν δρόμους της προκοπής οπότε ένας φυσιολογικός άνθρωπος θα έκανε πάνω από μια μέρα να πάει και να’ ρθει. Ο Γιωργάκης ξεκίνησε με το βασίλεμα του ήλιου να πάει στα Βασιλικά και το πρωί της άλλης μέρας έκπληκτος ο Καμπούρης τον αντίκρυσε στο παζάρι να του φέρνει το φάκελο του συνεργάτη του. Αρνήθηκε να το πιστέψει, όμως το περιεχόμενο του φακέλου το αποδείκνυε. Άλλαξε όμως γνώμη γιατί θεώρησε ότι τα τρία μετζίτια, που συμφώνησαν ήταν πολλά και του έδωσε μόνο ένα. Αυτό ο Γιωργάκης το θεώρησε προσβολή και του το πέταξε κατάμουτρα ενώ κινήθηκε να τον χτυπήσει. Τελικά μπήκαν στη μέση συγχωριανοί τους και τον έσωσαν. Ο Καμπούρης τον απείλησε ότι θα τον διώξει από το χωριό και ο Γιωργάκης τον έβρισε και μπαρουτιασμένος έφυγε. Μουχτάρης τότε στη Νικήτη ήταν συγγενής της μάνας του Γιωργάκη, που ανέλαβε να συνετίσει τον ανιψιό του να σέβεται του προύχοντες του χωριού, τον κάλεσε και του έκανε αυστηρές παρατηρήσεις. Αυτό ήταν η σταγόνα για να ξεχειλίσει το ποτήρι της οργής του Γιωργάκη που όρμηξε να χειροδικήσει στο θείο του. Αυτός έντρομος κάλεσε τους Τζανταρμάδες που τον συλλάβανε και με απαίτηση του Καμπούρη, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις των άλλων προυχόντων, τον ρίξανε αλυσοδεμένο στο κατώι ενός μπουντρουμιού του παλιού Καραδ’ μέικου σπιτιού. Αυτός θεριό μονάχο έβγαλε τη νύχτα την πόρτα από τους μεντεσέδες και αλυσοδεμένος έφτασε το πρωί στο Μεταγγίτσι όπου έκοψε σε ένα σιδεράδικο τους χαλκάδες από τα πόδια του. Μόλις έκοψε τις αλυσίδες είπε στο σιδερά να τις πάει πεσκέσι στον Καμπούρη και να του πει πως τα μετζίτια που του χρωστούσε θα τα ξεπληρώσει με λίρες. Φεύγω τώρα αλλά θα γυρίσω να με περιμένει.
-Να πάει στον αγύριστο και κει να ψοφήσει το παλιόσκυλο ήταν το σχόλιο του Καμπούρη.
Μετά για κάμποσα χρόνια χάθηκε. Πήγε στην παλιά Ελλάδα ανακατεύθηκε όχι μόνο με ληστές του Ολύμπου αλλά και με Έλληνες αγωνιστές, που σχεδίαζαν την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Το Προξενείο της Ελλάδας της Θεσσαλονίκη του εμπιστεύθηκε ένα αντάρτικο σώμα και τον έστειλε στη Χαλκιδική για να πολεμήσει τους Τούρκους και να προετοιμάσει εκεί τον απελευθερωτικό αγώνα. Έτσι ξαναγύρισε στα παλιά του λημέρια και έκανε τους Τζανταρμάδες να τρέμουν ακούγοντας το όνομά του. Θα μπορούσε να γίνει η πιο ηρωική μορφή του τόπου του τελικά κατέληξε η πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της εποχής του. Και αυτό γιατί ο κακός του δαίμονας ο Καμπούρης το συκοφάντησε στο Προξενείο ότι το αντάρτικο σώμα το χρησιμοποιούσε για ληστρικές επιχειρήσεις. Έτσι έπαψε να τον εμπιστεύεται το Προξενείο πολύ γρήγορα διαλύθηκε το αντάρτικο σώμα και τότε όντως ο καπετάν Γιωργάκης το γύρισε στις ληστείες.
Με ένα Τσουμάκα, επιστάτη του τσιφλικιού Νίκου-μπέη στον Άγιο Μάμα, που φέρονταν λέγανε σαν απάνθρωπο τέρας προς του κολίγους της περιοχής και ήταν τόσο διεφθαρμένος που δε δίσταζε να εξαπατάει ακόμα και το αφεντικό του, αποφάσισαν να κλέβουν ζώα από κτηνοτρόφους της Χαλκιδικής και να τα πουλάνε στην Παλιά Ελλάδα. Παράλληλα εκείνο τον καιρό ο καπετάν Γιωργάκης με τη συμμορία του έπιασε ένα Εβραίο έμπορο της Θεσσαλονίκης και τα λύτρα για την απελευθέρωση του ανάλαβε να εισπράξει ο Τσουμάκας που όμως δεν του τα έδωσε γιατί τάχα δεν του παραδόθηκαν. Και στα δύο περιπτώσεις ο Τσουμάκας έριξε τον καπετάν Γιωργάκη, αυτός το θεώρησε προδοσία γιαυτό αποφάσισε να το σκοτώσει.
Ήταν Θεριστής μήνας χαράματα Κυριακής όταν ο καπετάνιος με μερικά παλικάρια του βγήκαν στην παραλία να πάνε στο κονάκι που έμενε για να το σκοτώσουν. Στη διάρκεια της διαδρομής ένας από τους συντρόφους του ξερόβηχε, αυτό το θεώρησε σινιάλο για να ειδοποιηθεί ο Τσουμάκας και χωρίς δισταγμό τον έσφαξε. Μόλις φτάσανε στο κονάκι του φώναξαν να παραδοθεί χωρίς αποτέλεσμα*. Τότε του επιτέθηκαν και για να τον αναγκάσουν να παραδοθεί βάλανε φωτιά στο κονάκι, ο επιστάτης προσπάθησε να ξεφύγει, κρύφτηκε μέσα στα αθέριστα χωράφια αλλά ένας κολίγος, που του είχε κλέψει την κόρη τον πρόδωσε και τον πιάσανε. Το σύρανε δεμένο πισθάγκωνα και τον κρεμάσανε παρόλο, λένε, ότι η γυναίκα του Τσουμάκα για να το σώσει τους πρόσφερε ένα σακί λίρες.
Μετά από αυτό ο καπετάν Γιωργάκης έγινε ο φόβος και ο τρόμος σε όλη την περιοχή του Πολυγύρου και της Νικήτης σε τέτοιο βαθμό που οι τούρκοι κρυβότανε όπου εμφανιζότανε και φανερωνότανε όταν έφευγε. Κυνηγούσε κυρίως τους τούρκους που για να τον αντιμετωπίσουνε εγκαταστήσανε καρακόλια και τζανταρμάδες παντού στη Σιθωνία. Ήθελε να ξανασυνδέσει τη σχέση του με το Προξενείο γιαυτό στράφηκε στο να ενοχλεί τους τούρκους και τους συνεργάτες τους. Μα ό Καμπούρης δεν τον άφηνε να αγιάσει. Έτσι πέραν από τις συκοφαντίες εις βάρος του στο Προξενείο έβαλε τρεις υποτακτικούς του να του στήσουν ενέδρα. Ένας από αυτούς ο Γιώργος Χριστοδουλάκης που ήταν παιδικός του φίλος τον του έριξε πισώπλατα τον τραυμάτισε, αλλά δεν πέθανε γιατί λέγανε πως είχε φυλαχτό και δεν τον έπιανε θανατερό βόλι.
Έτσι κήρυξε ανοιχτό πόλεμο με τον Καμπούρη.
Την πρώτη φορά επιτέθηκε στο σπίτι του, αλλά ο Καμπούρης το έσκασε από ένα κρυφό εσωτερικό λαγούμι άφησε όμως την υπεράσπιση του σπιτιού και των παιδιών του σε ένα τουρκαλβανό το Ζεκίρ, που παραδόθηκε όταν τελείωσαν τα βόλια του. Χωρίς να πειράξει τα παιδιά πήρε όσες λίρες βρήκε έσυρε το Ζεκίρ μέχρι το βουνό όπου τον έσφαξε.
Μετά λίγες μέρες σε καρτέρι έπιασε τον παλιό συμμαθητή και φίλο του το Χριστοδουλάκη.
-Δε θα σε σκοτώσω, αλλά θα σου κάνω ένα χουνέρι για να με θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή και όποιος σε βλέπει να ξέρει πως πληρώνεται η προδοσία της φιλίας.
Και του έκοψε τα δύο αυτιά.
Τον Καμπούρη το λήστεψε άλλες δύο φορές τη μια του έκαψε τα κουκούλια και τις αποθήκες του και την τελευταία όταν απήγαγε την κόρη του την πήγε στο μύλο του Χούχουτα και έστειλε το μυλωνά να του φέρει τα λύτρα.
-Πες του χαιρετίσματα να μου στείλει 200 λίρες για τα τρία μετζίτια που μου χρωστάει, αλλιώς θα του στείλω το κεφάλι της κόρης του σε τουρβά.
Μετά από αυτό ξεσηκώθηκαν και οι Έλληνες εναντίον του, αναγκαστηκε να περάσει στον Άθω βγήκε από τη μεριά του Στρυμωνικού, προσπάθησε να κλέψει καΐκι από το λιμάνι της μονής Παντελεήμονα μετά κλέψανε μια βάρκα από του Σταυρονικήτα για να φτάσουνε στον αρσανά της Καλιάγρας όπου κάνανε ρεσάλτο στο καΐκι του μοναστηριού μας.
Με που τους πιάσανε τους τέσσερεις στη Σκιάθο τους φορέσανε αλυσίδες και τους οδηγήσανε στις φυλακές της Λάρισας. Εκεί ο καπετάν Γιωργάκης απόδειξε ότι δούλευε για την Ελληνική κυβέρνηση και η βασίλισσα Όλγα τους έδωσε χάρη. Οι άλλοι τρεις σκόρπισαν, ο Γιωργάκης πήγε στην Αθήνα όπου εξαιτίας και της λεβέντικης κορμοστασιάς του έγινε σωματοφύλακας του Δήμαρχου των Αθηναίων Σπύρου Μερκούρη.
Το 1904 τέλη Νοέμβρη ήρθε στην Αθήνα για θεατρικές παραστάσεις η πιο διάσημη Γαλλίδα ηθοποιός η Σάρα Μπερνάρ. Όταν τελείωσε την παράσταση «η κυρία με τας καμελιας» ένας θεόρατος τσολιάς πέρασε πάνω από τα καθίσματα των θεατών με τεράστιες δρασκελιές για να της προσφέρει μια τεράστια ανθοδέσμη εκ μέρους του Δημάρχου. Ήταν ο καπετάν Γιωργάκης. Το περιστατικό αποθανατίστηκε φωτογραφικά από τις εφημερίδες και έτσι οι Νικητιανοί μάθανε που βρισκότανε ο τρομερός συγχωριανός τους. Όσους είχε βλάψει του κάνανε μήνυση και κατάφεραν να βγάλουν ένα ένταλμα σύλληψης. Αυτός έφυγε και πήγε να κρυφτεί στη Ζαγορά όπου όμως κάποιοι τον κατέδωσαν και έτσι το συλλάβανε. Στη δίκη του που έγινε στη Λαμία καταθέσανε σαν μάρτυρες κατηγορίας η γυναίκα του Τσουμάκα, ο Χριστοδουλάκης, που τα κομμένα του αυτιά δημιούργησαν φοβερή εντύπωση και ένας παλιός του σύντροφος, που είχε γίνει χωροφύλακας.
Έτσι καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλίστηκε με καρμανιόλα στο Παλαμήδι το 1905!