Του Αντώνη Ματζάρη.*
Από μια συγκυρία έλκω την καταγωγή από τη μεριά του πατέρα μου από το Γαλατά της Καλλίπολης και από τη μεριά της μάνας μου από το Μολδοβανι της Σμύρνης. Έτσι μες στο σπίτι μας συνυπήρχαν τα έθιμα της Θράκης και της Μικράς Ασίας και απομεινάρια αυτών των εθίμων έζησα στα μικράτα μου στην Περαία για αυτό θα παραθέσω αυτά που θυμάμαι σαν έθιμα του Πάσχα είτε αυτά ήταν Θρακιώτικα είτε Μικρασιάτικα.
Για μας το Πάσχα ήταν και είναι η πιο μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης γι’ αυτό και οι νοικοκυρές περιμένοντας φρόντιζαν να καθαρίσουν το σπίτι και να ασπρίσουν τους τοίχους και τα πεζούλια.
Οι γιορτές άρχιζαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Τη μέρα αυτή οι γυναίκες ψήνανε τα λαζαράκια όπως τα λέγανε οι Σμυρνιοί ή τους λαζάρηδες όπως τα λέγανε οι Θρακιώτες δηλαδή νηστίσιμα κουλούρια πλεξίδες με τη μορφή του Λαζάρου ενώ το απόγευμα (θρακιώτικο έθιμο) τα κορίτσια του χωριού ντυμένα με κόκκινα φορέματα λεγόμενες Λαζαρίνες κρατώντας ένα πανέρι με λουλούδια και Βάγια χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ
τρώμε ψάρια και κολιό
και την άλλη Κυριακή Εγώ
τρώω το κόκκινο αυγό
Από το πρωί της Κυριακής των Βαΐων πήγαινε όλη η οικογένεια στην εκκλησία για να πάρει τα Βάγια που μοίραζε ο παπας αυτά μερικά τα βάζανε στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα και μερικά τα κρατούσαν για τα βαγιοχτυπήματα μια και στην παλιά πατρίδα το είχαν αντέτι να χτυπάνε με Βάγια τις «γκαστρωμένες» για να λευτερωθούν πιο εύκολα.
Πριν αρχίσει η Μεγάλη Εβδομάδα μαθαίναμε ένα ρυθμικό τραγούδι
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση
Μεγάλη Τετάρτη, μεγάλη ζάλη
Μεγάλη Πέμπτη, σείεται ο ουρανός και πέφτει
Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στη φυλακή
Μεγάλο Σάββατο,ο Χριστός στο θάνατο.
Κυριακή του Πάσχα, ο Χριστός ανάστα
Όλη η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν γεμάτη από λειτουργίες πηγαίναμε σε όλες.
Όλα τα παιδιά νήστευαν για να πάνε στην πρωινή λειτουργία της Μεγάλης Τετάρτης. Για τα κορίτσια μάλιστα λέγανε ότι αν νήστευαν θα έπιανε η ευχή να βρουν καλό γαμπρό που θα μπορούσαν να τον ονειρευτούν κιόλας άμα έβαζαν αποβραδίς κάτω από το προσκεφάλι ένα αρμυροκουλουρο. Μερικές νοικοκυρές πήγαιναν τα αβγά που θα τα έβαφαν και το αλεύρι να τα ευλογήσει παπάς και έκαναν το προζύμι για τα κουλούρια και τα πρόσφορα ή λειτουργιές.
Οι Καραμπουρνιωτισσες με αυτό το αλεύρι κάνανε το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς και προετοίμαζαν τα εφτάζυμα και τα τσουρέκια.
Εμείς τα παιδιά φχαριστιόμασταν τη Μ. Πέμπτη όλη τη διαδικασία του βαψίματος των αβγών.
Πρώτα βάφανε τα αβγά από μαύρη κότα και το μεγαλύτερο το βάζανε στο εικονοστάσι το είχαν για φυλαχτό και το βγάζανε μαζί με την πυροστιά στην αυλή όταν έπιανε μπόρα γιατί προστάτευε τα αμπέλια από το χαλάζι.
Τη μπογιά επειδή ήταν το αίμα του Χριστού δεν την πετούσαν αλλά την παράχωναν.
Εκείνα όμως που μοσχοβολούσαν το σπίτι ήταν τα τσουρέκια.
Πλάθανε μερικά σε πλεξούδες και στην κορυφή τους βάζανε ένα κόκκινο αυγό, μερικά σε κουλούρες σε σχήμα σταυρού με 4 κόκκινα αυγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση που το τρώγαμε ανήμερα του Πάσχα ενώ τα τσόφλια του τα
παράχωναν στα αμπέλια για να τα προφυλάξουμε λέει από το χαλάζι.
Το βράδυ πηγαίναν να ακούσουν τα 12 Ευαγγέλια και όταν σχόλαγε η εκκλησία ο κόσμος έφευγε εκτός από κάποιες μεγάλες γυναίκες και κοπέλες που έμεναν, στόλιζαν τον Επιτάφιο και κάνανε ξαγρύπνια δηλαδή ξενυχτούσαν στην εκκλησία τον Ιησού Χριστό, συνήθως Μικρασιάτισσες γυναίκες κατά τη διάρκεια της νύχτας της Μεγάλης Πέμπτης ψέλνανε το μοιρολόι της Παναγίας το οποίο όμως μετά από χρόνια το απαγόρευσε ο παπά Στυλιανός και έκτοτε δεν τραγουδιόταν. Από το πρωί μικρά κοριτσάκια με καλαθάκια βγαίνανε και οι νοικοκυρές τους δίνανε λουλούδια για να στολιστεί ο Επιτάφιος
Τη Μ. Παρασκευή το πρωί πηγαίναν συνήθως τα γυναικόπαιδα να προσκυνήσουν ενώ το βράδυ όλοι οικογενειακώς περιμένανε να γίνει η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού για να ακούσουν εκστασιασμένοι τη μελωδία των Εγκωμίων από μία χορωδία που για πρώτη φορά έκανε ο παπά Ιερόθεος ένας χαρισματικός παπάς που πέρασε μετά τον πόλεμο από την Περαία και άφησε τη σφραγίδα του σε όλα τα επόμενα χρόνια στην κοινωνία του χωριού μας.
Μετά την περιφορά του Επιτάφιου μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας γινόταν η παράσταση «των κεκλεισμένων θυρών» ο παπάς παρίστανε το Χριστό μπροστά στις πόρτες της κόλασης και έψελνε τους στίχους του Δαυίδ «άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης…» ο καντηλανάφτης από μέσα παρίστανε το διάβολο και προσπαθούσε να εμποδίσει τον παπά να μπει μέσα στην εκκλησία. Τελικά ο παπάς έσπρωχνε με δύναμη την πόρτα της εκκλησίας και έμπαινε μέσα ως λυτρωτής των αμαρτωλών.(Θρ.Εθ)
Το Μ.Σάββατο από το πρωί η νοικοκυρά ετοίμαζε το πασχαλινό τραπέζι έστρωνε ένα καινούργιο κεντητό τραπεζομάντηλο έβαζε στο κέντρο μέσα σε μία τσανάκα τα κόκκινα αυγά και σε ένα κάνιστρο τα τσουρέκια ένα για τον καθένα.
Από βραδύς το Μ. Σάββατο μέχρι τις 10 τη νύχτα φροντίζαμε να κοιμηθούμε για να πάμε ξεκούραστοι για να αντέξουμε την Ανάσταση και το ξενύχτι αυτής της μεγάλης Γιορτής.
Ήταν η μέρα που ο καθένας φορούσε τα καλύτερα ρούχα του τα γιορτινά και κρατούσε το κόκκινο αβγό και τη λαμπάδα του.
Λίγο πριν την Ανάσταση έψελνε ο παπάς το δεύτε λάβετε φως και το έβγαζε στην Ωραία Πύλη.Τότε ορμούσαν όλοι μαζί για να πάρουν το Άγιο Φως μερικοί μάλιστα από την προηγούμενη μέρα είχαν το φυτίλι της λαμπάδας μέσα στη βενζίνη για να είναι εύφλεκτο και να πάρουν πρώτα αυτοί το Άγιο φως.
Από κει μοιράζονταν σε όλες τις λαμπάδες για να το πάνε στο σπίτι.
Λίγο αργότερα μέσα σε μεγάλο σαματά και φασαρία βροντοφωναζε ο παπάς το Χριστός Ανέστη.
Τα μεγαλύτερα αγόρια είχαν τα κλειδιά γεμάτα με ποτάσα για να τα κάνουν να εκραγούν χτυπώντας πάνω σε πέτρες ή τοίχους μόλις ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη. Τότε όλοι μαζί όχι μόνον η οικογένεια αλλά γνωστοί και φίλοι φιλιόταν και τσουγγρίζανε τα κόκκινα αβγά.
Η αναστάσιμος λειτουργία συνεχιζόταν για δύο ώρες αλλά συνήθως φεύγαμε πηγαίναμε στο σπίτι σταυρώναμε με το Άγιο Φως την πάνω τραβέρσα της εξώπορτας και τρώγαμε τη μαγειρίτσα αφού ψέλναμε τρεις φορές το Χριστός Ανέστη.
Την άλλη μέρα ημέρα του Πάσχα πηγαίναμε στην λειτουργία της Αγάπης όπως λέγεται εκεί για πολλά χρόνια επικρατούσε ένα έθιμο να βγάζουνε την Ανάσταση σε δημοπρασία, οπότε αυτός που την κέρδιζε την κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της περιφοράς στους δρόμους του χωριού μας. Αυτό το έθιμο σήμερα δεν υπάρχει.
Το μεσημέρι μας περίμενε το πασχαλινό τραπέζι με τα αβγά τα τσουρέκια και το αρνί.
Το Θρακιώτικο πασχαλιάτικο τραπέζι περιλάμβανε γεμιστό αρνί και συμπλήρωναν με γαλατόπιτα, οι Καλλιπολιτες πρόσθεταν και τον πινιρ χαλβά.
Το καραμπουριωτικο τραπέζι περιλάμβανε επίσης ψητό αρνί γεμιστό με ρύζι. Το ετοίμαζαν οι νοικοκυρές από πολύ πρωί και συγχρόνως πύρωναν το φούρνο μέχρι να κάψει. Αφού pσκέπαζαν το αρνί με ζύμη για να μην καεί και πάνω από τη ζύμη βάζανε ένα σταυρό από κληματσίδα το φούρνιζαν.
Τότε οι άντρες χτίζανε το έμπα του φούρνου έτσι ώστε να μη βγαίνει από πουθενά η πυρά. Το τραπέζι συμπλήρωνε τσιγγανος χαλβάς ή χαλβάς κουταλιές όλοι με πετιμέζι.
Ήταν αδύνατο να βάλουμε μπουκιά στο στόμα αν δεν ψέλναμε τρεις φορές το Χριστός Ανέστη
Αργότερα περιορίστηκε το γεμιστό αρνί και καθιερώθηκε μέχρι τις μέρες μας το σουβλιστό συνήθεια και έθιμο από την παλιά Ελλάδα.
Το χαιρετισμό Χριστός Ανέστη τον κρατούσαν κυρίως στα παιδιά μέχρι την Πεντηκοστή και αυτόν που χαιρετούσαν απαντούσε Αληθώς Ανέστη εκτός από κάποιους Καραμπουρνιωτες από το μικρό Μολδοβανι που λέγανε Αληθινως Ανέστη.
Πολλά από τα παραπάνω έθιμα δεν τα κρατάμε και αυτό γιατί η Περαία έγινε από δύο ράτσες τους Θρακιώτες και τους Μικρασιάτες.
Οι μεν απέρριπταν τα ήθη και έθιμα των δε γι’αυτό και σήμερα κρατήθηκαν μερικά μόνο από τα παλιά ήθη και έθιμα.
* ο Αντώνης Ματζάρης είναι Συγγραφέας,π.Εκπαιδευτικός
και π. Δήμαρχος Θερμαικού.
Από μια συγκυρία έλκω την καταγωγή από τη μεριά του πατέρα μου από το Γαλατά της Καλλίπολης και από τη μεριά της μάνας μου από το Μολδοβανι της Σμύρνης. Έτσι μες στο σπίτι μας συνυπήρχαν τα έθιμα της Θράκης και της Μικράς Ασίας και απομεινάρια αυτών των εθίμων έζησα στα μικράτα μου στην Περαία για αυτό θα παραθέσω αυτά που θυμάμαι σαν έθιμα του Πάσχα είτε αυτά ήταν Θρακιώτικα είτε Μικρασιάτικα.
Για μας το Πάσχα ήταν και είναι η πιο μεγάλη γιορτή της χριστιανοσύνης γι’ αυτό και οι νοικοκυρές περιμένοντας φρόντιζαν να καθαρίσουν το σπίτι και να ασπρίσουν τους τοίχους και τα πεζούλια.
Οι γιορτές άρχιζαν από το Σάββατο του Λαζάρου. Τη μέρα αυτή οι γυναίκες ψήνανε τα λαζαράκια όπως τα λέγανε οι Σμυρνιοί ή τους λαζάρηδες όπως τα λέγανε οι Θρακιώτες δηλαδή νηστίσιμα κουλούρια πλεξίδες με τη μορφή του Λαζάρου ενώ το απόγευμα (θρακιώτικο έθιμο) τα κορίτσια του χωριού ντυμένα με κόκκινα φορέματα λεγόμενες Λαζαρίνες κρατώντας ένα πανέρι με λουλούδια και Βάγια χτυπούσαν τις πόρτες των σπιτιών τραγουδώντας
Βάγια Βάγια τω Βαγιώ
τρώμε ψάρια και κολιό
και την άλλη Κυριακή Εγώ
τρώω το κόκκινο αυγό
Από το πρωί της Κυριακής των Βαΐων πήγαινε όλη η οικογένεια στην εκκλησία για να πάρει τα Βάγια που μοίραζε ο παπας αυτά μερικά τα βάζανε στο εικονοστάσι για το ξεμάτιασμα και μερικά τα κρατούσαν για τα βαγιοχτυπήματα μια και στην παλιά πατρίδα το είχαν αντέτι να χτυπάνε με Βάγια τις «γκαστρωμένες» για να λευτερωθούν πιο εύκολα.
Πριν αρχίσει η Μεγάλη Εβδομάδα μαθαίναμε ένα ρυθμικό τραγούδι
Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα
Μεγάλη Τρίτη, μεγάλη κρίση
Μεγάλη Τετάρτη, μεγάλη ζάλη
Μεγάλη Πέμπτη, σείεται ο ουρανός και πέφτει
Μεγάλη Παρασκευή, ο Χριστός στη φυλακή
Μεγάλο Σάββατο,ο Χριστός στο θάνατο.
Κυριακή του Πάσχα, ο Χριστός ανάστα
Όλη η Μεγάλη Εβδομάδα ήταν γεμάτη από λειτουργίες πηγαίναμε σε όλες.
Όλα τα παιδιά νήστευαν για να πάνε στην πρωινή λειτουργία της Μεγάλης Τετάρτης. Για τα κορίτσια μάλιστα λέγανε ότι αν νήστευαν θα έπιανε η ευχή να βρουν καλό γαμπρό που θα μπορούσαν να τον ονειρευτούν κιόλας άμα έβαζαν αποβραδίς κάτω από το προσκεφάλι ένα αρμυροκουλουρο. Μερικές νοικοκυρές πήγαιναν τα αβγά που θα τα έβαφαν και το αλεύρι να τα ευλογήσει παπάς και έκαναν το προζύμι για τα κουλούρια και τα πρόσφορα ή λειτουργιές.
Οι Καραμπουρνιωτισσες με αυτό το αλεύρι κάνανε το προζύμι για το ζύμωμα του ψωμιού όλης της χρονιάς και προετοίμαζαν τα εφτάζυμα και τα τσουρέκια.
Εμείς τα παιδιά φχαριστιόμασταν τη Μ. Πέμπτη όλη τη διαδικασία του βαψίματος των αβγών.
Πρώτα βάφανε τα αβγά από μαύρη κότα και το μεγαλύτερο το βάζανε στο εικονοστάσι το είχαν για φυλαχτό και το βγάζανε μαζί με την πυροστιά στην αυλή όταν έπιανε μπόρα γιατί προστάτευε τα αμπέλια από το χαλάζι.
Τη μπογιά επειδή ήταν το αίμα του Χριστού δεν την πετούσαν αλλά την παράχωναν.
Εκείνα όμως που μοσχοβολούσαν το σπίτι ήταν τα τσουρέκια.
Πλάθανε μερικά σε πλεξούδες και στην κορυφή τους βάζανε ένα κόκκινο αυγό, μερικά σε κουλούρες σε σχήμα σταυρού με 4 κόκκινα αυγά στις άκρες και ένα άσπρο στη μέση που το τρώγαμε ανήμερα του Πάσχα ενώ τα τσόφλια του τα
παράχωναν στα αμπέλια για να τα προφυλάξουμε λέει από το χαλάζι.
Το βράδυ πηγαίναν να ακούσουν τα 12 Ευαγγέλια και όταν σχόλαγε η εκκλησία ο κόσμος έφευγε εκτός από κάποιες μεγάλες γυναίκες και κοπέλες που έμεναν, στόλιζαν τον Επιτάφιο και κάνανε ξαγρύπνια δηλαδή ξενυχτούσαν στην εκκλησία τον Ιησού Χριστό, συνήθως Μικρασιάτισσες γυναίκες κατά τη διάρκεια της νύχτας της Μεγάλης Πέμπτης ψέλνανε το μοιρολόι της Παναγίας το οποίο όμως μετά από χρόνια το απαγόρευσε ο παπά Στυλιανός και έκτοτε δεν τραγουδιόταν. Από το πρωί μικρά κοριτσάκια με καλαθάκια βγαίνανε και οι νοικοκυρές τους δίνανε λουλούδια για να στολιστεί ο Επιτάφιος
Τη Μ. Παρασκευή το πρωί πηγαίναν συνήθως τα γυναικόπαιδα να προσκυνήσουν ενώ το βράδυ όλοι οικογενειακώς περιμένανε να γίνει η περιφορά του Επιταφίου στους δρόμους του χωριού για να ακούσουν εκστασιασμένοι τη μελωδία των Εγκωμίων από μία χορωδία που για πρώτη φορά έκανε ο παπά Ιερόθεος ένας χαρισματικός παπάς που πέρασε μετά τον πόλεμο από την Περαία και άφησε τη σφραγίδα του σε όλα τα επόμενα χρόνια στην κοινωνία του χωριού μας.
Μετά την περιφορά του Επιτάφιου μπροστά στην είσοδο της εκκλησίας γινόταν η παράσταση «των κεκλεισμένων θυρών» ο παπάς παρίστανε το Χριστό μπροστά στις πόρτες της κόλασης και έψελνε τους στίχους του Δαυίδ «άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης…» ο καντηλανάφτης από μέσα παρίστανε το διάβολο και προσπαθούσε να εμποδίσει τον παπά να μπει μέσα στην εκκλησία. Τελικά ο παπάς έσπρωχνε με δύναμη την πόρτα της εκκλησίας και έμπαινε μέσα ως λυτρωτής των αμαρτωλών.(Θρ.Εθ)
Το Μ.Σάββατο από το πρωί η νοικοκυρά ετοίμαζε το πασχαλινό τραπέζι έστρωνε ένα καινούργιο κεντητό τραπεζομάντηλο έβαζε στο κέντρο μέσα σε μία τσανάκα τα κόκκινα αυγά και σε ένα κάνιστρο τα τσουρέκια ένα για τον καθένα.
Από βραδύς το Μ. Σάββατο μέχρι τις 10 τη νύχτα φροντίζαμε να κοιμηθούμε για να πάμε ξεκούραστοι για να αντέξουμε την Ανάσταση και το ξενύχτι αυτής της μεγάλης Γιορτής.
Ήταν η μέρα που ο καθένας φορούσε τα καλύτερα ρούχα του τα γιορτινά και κρατούσε το κόκκινο αβγό και τη λαμπάδα του.
Λίγο πριν την Ανάσταση έψελνε ο παπάς το δεύτε λάβετε φως και το έβγαζε στην Ωραία Πύλη.Τότε ορμούσαν όλοι μαζί για να πάρουν το Άγιο Φως μερικοί μάλιστα από την προηγούμενη μέρα είχαν το φυτίλι της λαμπάδας μέσα στη βενζίνη για να είναι εύφλεκτο και να πάρουν πρώτα αυτοί το Άγιο φως.
Από κει μοιράζονταν σε όλες τις λαμπάδες για να το πάνε στο σπίτι.
Λίγο αργότερα μέσα σε μεγάλο σαματά και φασαρία βροντοφωναζε ο παπάς το Χριστός Ανέστη.
Τα μεγαλύτερα αγόρια είχαν τα κλειδιά γεμάτα με ποτάσα για να τα κάνουν να εκραγούν χτυπώντας πάνω σε πέτρες ή τοίχους μόλις ο παπάς έλεγε το Χριστός Ανέστη. Τότε όλοι μαζί όχι μόνον η οικογένεια αλλά γνωστοί και φίλοι φιλιόταν και τσουγγρίζανε τα κόκκινα αβγά.
Η αναστάσιμος λειτουργία συνεχιζόταν για δύο ώρες αλλά συνήθως φεύγαμε πηγαίναμε στο σπίτι σταυρώναμε με το Άγιο Φως την πάνω τραβέρσα της εξώπορτας και τρώγαμε τη μαγειρίτσα αφού ψέλναμε τρεις φορές το Χριστός Ανέστη.
Την άλλη μέρα ημέρα του Πάσχα πηγαίναμε στην λειτουργία της Αγάπης όπως λέγεται εκεί για πολλά χρόνια επικρατούσε ένα έθιμο να βγάζουνε την Ανάσταση σε δημοπρασία, οπότε αυτός που την κέρδιζε την κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της περιφοράς στους δρόμους του χωριού μας. Αυτό το έθιμο σήμερα δεν υπάρχει.
Το μεσημέρι μας περίμενε το πασχαλινό τραπέζι με τα αβγά τα τσουρέκια και το αρνί.
Το Θρακιώτικο πασχαλιάτικο τραπέζι περιλάμβανε γεμιστό αρνί και συμπλήρωναν με γαλατόπιτα, οι Καλλιπολιτες πρόσθεταν και τον πινιρ χαλβά.
Το καραμπουριωτικο τραπέζι περιλάμβανε επίσης ψητό αρνί γεμιστό με ρύζι. Το ετοίμαζαν οι νοικοκυρές από πολύ πρωί και συγχρόνως πύρωναν το φούρνο μέχρι να κάψει. Αφού pσκέπαζαν το αρνί με ζύμη για να μην καεί και πάνω από τη ζύμη βάζανε ένα σταυρό από κληματσίδα το φούρνιζαν.
Τότε οι άντρες χτίζανε το έμπα του φούρνου έτσι ώστε να μη βγαίνει από πουθενά η πυρά. Το τραπέζι συμπλήρωνε τσιγγανος χαλβάς ή χαλβάς κουταλιές όλοι με πετιμέζι.
Ήταν αδύνατο να βάλουμε μπουκιά στο στόμα αν δεν ψέλναμε τρεις φορές το Χριστός Ανέστη
Αργότερα περιορίστηκε το γεμιστό αρνί και καθιερώθηκε μέχρι τις μέρες μας το σουβλιστό συνήθεια και έθιμο από την παλιά Ελλάδα.
Το χαιρετισμό Χριστός Ανέστη τον κρατούσαν κυρίως στα παιδιά μέχρι την Πεντηκοστή και αυτόν που χαιρετούσαν απαντούσε Αληθώς Ανέστη εκτός από κάποιους Καραμπουρνιωτες από το μικρό Μολδοβανι που λέγανε Αληθινως Ανέστη.
Πολλά από τα παραπάνω έθιμα δεν τα κρατάμε και αυτό γιατί η Περαία έγινε από δύο ράτσες τους Θρακιώτες και τους Μικρασιάτες.
Οι μεν απέρριπταν τα ήθη και έθιμα των δε γι’αυτό και σήμερα κρατήθηκαν μερικά μόνο από τα παλιά ήθη και έθιμα.
* ο Αντώνης Ματζάρης είναι Συγγραφέας,π.Εκπαιδευτικός
και π. Δήμαρχος Θερμαικού.
1 σχόλια:
Toxicwap.com is an amazing Wapsite were you can download all your favorite mobile TV Series, Music, Movies, Mobile Games, Ebook, Videos and most of your favorite wallpaper
Learn more "HERE"
https://www.tecteem.com/toxicwap-download-free-tv-series-musics-movies-games-videos-toxicwap-com/
Δημοσίευση σχολίου