Την παραμονή των Χριστουγέννων στο Γαλατά βγαίναμε τα παιδιά και λέγαμε τα χριστουγεννιάτικα κάλαντα, παίρνοντας αράδα όλα τα σπίτια του χωριού. Συνήθως είμαστε παρέα και μοιράζαμε το καλάντισμα23, αλλά είχε και μονοφαγάδες που πήγαιναν να τα πουν μόνοι τους.
Μας δίνανε το μπαξίσ’ μας, που συνήθως ήταν καρύδια, αμύγδαλα, σύκα, γλυκά και σπάνια κάνα μετζίτ’24.
Για να πηγαίνουμε σε περισσότερα σπίτια και να είμαστε από τους πρώτους, κουτσουρεύαμε τα κάλαντα και λέγαμε λιγοστούς από τους ακόλουθους στίχους:
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Χριστούγιννα, πρωτούγιννα, πρωτογιορτή του χρόνου!
Ιβγάτι, διέστι, μάθιτι πως ου Χριστός γιννιέτι.
Την Παναΐα φύλαγα και το Χριστό κινούσα
και την κερά την Παναϊά την ιπαρακαλούσα
, για να μι δώσει τα κλειδιά, κλειδιά του παραδείσου,
ν’ ανοίξου τουν παράδεισου, να τόνε σουριανίσου.
Καθώς τουν εσουριάνιζα, είδια
τσι τρεις μάγοι γονατ’στοί στη φάτνη του,
Αυτόν να προσκυνούνε.
Βαλτάσαρ, η μαυριδιρός, τη σμύρνα εκεί απλώνει,
γιατί έτσι σε ούλους μας τον άνθρωπο δηλώνει.
Η Μελχιόρ, η γέροντας, χρυσάφι του δωρίζει,
γιατί μεγάλο βασιλιά Αυτόν αναγνωρίζει.
Η Γάσπαρ, ως η πιο μικρός, Τ’ αφήνει το λιβάνι,
γιατί σι ούλους έδειξε πως σα Θεό Τον βάνει.
διέστι, μάθιτι, τώρα Χριστός γιννιέτι,
γιννιέτι κι ανατρέφιτι στου μέλι και στου γάλα.
Του μέλ’ του τρών’ οι άρχουντις, του γάλα οι αφεντάδις
και του μιλισσουβότανου του λούζ’νται οι κιαράδις26.
Δώστι μιλισσουβότανου σ’ ούλα τα παλικάρια,
για να του φάν’, για να του πιουν, να κρέν’νε27 και του χρόνου.
Αφέντη μ’, αφεντάκη μου, δέκα φορές αφέντη,
αφέντη μου στην αφεντιά σ’ χρυσή καντήλα φέγγει.
Αν βάλ’ς του λάδ’ και του κερί, φέγγεις την κάμαρά σου
κι απ’ τα παναθύρια σου φέγγεις τη γειτονιά σου.
Αν βάλ’ς και περ’σότερο, φέγγεις τουν κόσμου ούλου.
Κιαρά μ’ καμαροτράχηλη και γαϊτανοφρυδούσα
κιαρά μου, σα στολίζεσι να πας στην εκκλησιά σου,
κάμνεις τουν ήλιου πρόσωπο και το φεγγάρ’ αγκάλη,
βάνεις και τον αυγερινό ασ’μένιο δαχτυλίδι.
Κιαρά μ’, η θυγατέρα σου, η ακριβή σου κόρη
να ’χει τα μάτια σαν ιλιές, τα φρύδια σα γαϊτάνι,
να ’χει τα ματουτσάμπουρα28 σαν της ιλιάς τα φύλλα,
να ‘χει και μακριγιά μαλλιά σαράντα πέντι πήχις.
Κιαρά μου, τόνε γιόκα σου, τον μοσχοκανακάρη,
να σ’ αξιώσει ο Θιός παπά να τόνε κάνεις,
να μπαινοβγαίν’ στις εκκλησιές τις μαρμαρουστρουμένις.
Ιμείς ιδώ δεν ήρταμι να φάμι και να πιούμι
ιμείς σας αγαπούσαμι κι ήρθαμι να σας δούμι.
Δώστι μας και τον κόκορα, δώστι μας και την κότα,
δώστι μας και πεντ’ έξι αβγά να πάμι σ’ άλλη πόρτα.
Ιδώ που τραγουδήσαμι, πέτρα να μη ραγίσει
κι η νοικοκύρης του σπιτιού πολλούς χρόνους να ζήσει!
Εκείνη τη χρονιά με τα καλά μαξούλια29 και τα μεγάλα μπερεκέτια, ίσως επειδή ήμουνα κι εγώ στο σπίτι, κάναμε τις καλύτερες γιορτές. Έλαμπε το σπίτι με χριστουγεννιάτικα στολίδια και οι γυναίκες μας ετοίμαζαν τα χριστόψωμα. Ζύμωσαν το καλύτερο αλεύρι με γλυκάνισο και με μαγιά που γινόταν από ξεραμένο βασιλικό, προσθέσανε σπόρους, που είχανε για σπορά την άνοιξη (πεπόνι, καρπούζι, ντομάτα), αν έβρισκαν, κομμάτια από φλούδα πορτοκαλιού ή μαχλέπι, λίγο σουσαμόλαδο και το αφήσανε να φουσκώσει. Μετά τη χωρίσανε σε τόσα κομμάτια, όσα ψωμιά θέλανε να κάνουνε, τα ξαναπλάσανε, στολίσανε το καθένα μ’ ένα σταυρό, ώστε να πιάνει όλη την επιφάνεια, στη μέση βάλανε ένα άσπαστο καρύδι κι από πάνω τα πασπαλίσανε με σουσάμι, τα βάλανε σε πινακωτές μέχρις ότου ξαναφουσκώσουν και μετά τα έψησαν. Το χριστόψωμο, λέγανε, ήταν το ψωμί που έγινε με συνταγή της Παναγίας και ζήτησε να της το κάνουνε, όταν ήταν ετοιμοθάνατη. Αποβραδίς την παραμονή, στο τραπέζι μας έβαλαν τα εννιά πιάτα, που συμβόλιζαν τους εννιά μήνες που ο Χριστός έμεινε στην κοιλιά της Παναγίας, νηστίσιμα φαγητά στολισμένα με σέλινο, μαϊντανό, άνηθο, δυόσμο. Στη μέση το πιάτο με τα χριστόψωμα, δίπλα ένα ποτήρι κρασί και τρία ψωμιά για την Αγία Τριάδα, όπου στο καθένα ήταν μπηγμένο ένα κερί μελίσσιο. Όλοι καθίσαμε γύρω από το τραπέζι, η μάνα μας άναψε τα κεριά και μετά με το θυμιατό θυμιάτισε στη σειρά πρώτα το τραπέζι, μετά τα φαγητά, τη γιαγιά Ανέζω, την οικογένεια, το σπίτι μας, το μαγαζί, τις αποθήκες, τους στάβλους και, τέλος, τα ζώα. Μόλις τέλειωσε, ήρθε και κάθισε στο τραπέζι κι ανέλαβε ο πατέρας να ολοκληρώσει τη γιορτή. Έβγαλε από την τσέπη του την παραδοσακκούλα, τηνάφησε πάνω στο τραπέζι και είπε:
- Αυτοίνοι είν’ οι παράδες του Χρστού. Θα πάν’ στ’ σπουδές τ’ Αλέξανδρου. Αφού φάγαμε, σηκώθηκε ο πατέρας, πήρε το ποτήρι το κρασί και το θυμιατό, έριξε λίγο κρασί στη γωνία του σπιτιού που βρισκόταν πιο κοντά, προς τη μεριά της εκκλησίας, κι έβαλε το θυμιατό στο τζάκι, όπου θα έμενε όλο το Δωδεκάμερο, πριν να ξαναγυρίσει στο εικονοστάσι.
Αφήσαμε στο τραπέζι λίγο από όλα τα φαγητά, μετά το πήγαμε κάτω από τα εικονίσματα, να τα ευλογήσει ο Χριστός, για να έρθουν οι ψυχές και τα τελεσίμια τη νύχτα να φάνε.
Το πρωί φάγαμε χριστόψωμα, αλλά η μάνα μας κράτησε ένα πιάτο γεμάτο για το βραδινό τραπέζι, ένα πιάτο για την παραμονή του Αγίου Βασιλείου κι ένα πιάτο για την παραμονή των Φώτων.
Μερικά από τα χριστόψωμα που ψήσαμε, τα μοιράσαμε στην γειτονιά και σε συγγενικά μας σπίτια. Ανήμερα πήγαμε όλοι στη λειτουργία των Χριστουγέννων και ο παππούς μου με έβαλε να ψάλλω τον Απόστολο. «Αδελφοί, ότε ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, εξαπέστειλεν ο Θεός τον Υιόν…». Ίσως εξαιτίας αυτού έγινα και ψάλτης.
Τα Χριστούγεννα είχε μαγειρέψει η μάνα μας καπούσκα, χοιρινό κρέας με λάχανο, γιατί το είχαν σε καλό. Όλα τα σπίτια έτρεφαν γουρούνι, την παραμονή το έσφαζαν και παίρνανε το κρέας και το αίμα του.
Από το κρέας χωρίζανε το καθαρό λίπος, που το παστώνανε και κάνανε το λαρδί30, ενώ το υπόλοιπο το τσιγαρίζανε, βγάζανε το βούτυρο της χρονιάς και τις τσιγαρίδες31. Με το αίμα έβαζαν μια βούλα στο μέτωπο των μελών της οικογένειας, για να μην τους τσιμπούν κουνούπια και να μην τους πιάνει η ελονοσία ή η ευλογιά, λέγανε.
23. Καλάντισμα: εδώ, η είσπραξη από τα κάλαντα. 24. Μετζίτι (τουρκ.): τούρκικο ασημένιο νόμισμα του σουλτάνου Αβδούλ Μετζίτ (18391861), το 1/5 της λίρας, ίσο με 20 γρόσια ή 80 μεταλλίκια. Λέγεται και ‘κοσάρι.
25. Γρεκάτι (ιδιωμ. θρακ.): γροικάτε (αρχ. αγροικάτε), ακούστε. 26. Κιαράδις (ιδιωμ. θρακ.): κυράδες. 27. Κρέν’νε (ιδιωμ. θρακ. <κρίνουν): απαντούν, λένε.
28. Ματουτσάμπουρα (ιδιωμ. θρακ.): ματοτσίνορα, ματόφρυδα. 29. Μαξούλι (τουρκ.): παραγωγή, σοδειά, εισοδήματα. 30. Λαρδί: παστό χοιρινό λίπος. 31. Τσιγαρίδες: καβουρντισμένα κομματάκια χοιρινού, διατηρημένα μέσα σε λίπος.
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΜΟΥ
‘ΧΑΜΕΝΕΣ ΓΕΝΙΕΣ ΧΑΜΕΝΕΣ ΑΓΑΠΕΣ΄’ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΠΑΛΤΑ
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΑΤΖΑΡΗΣ