του Λέοντα Ναρ
Μισώ, όσο δεν φαντάζεστε, τον μεσημεριανό ύπνο. Τον απεχθάνομαι πραγματικά, θεωρώ ότι χάνω πολύτιμο χρόνο απ’ τη ζωή μου. Και ας λένε οι ειδικοί για τις ευεργετικές συνέπειές του, ότι τάχα εξασφαλίζει μακροζωία και άλλα τέτοια. Εγώ επιμένω το μεσημέρι, ιδιαίτερα από τον Σεπτέμβριο μέχρι τον Ιούνιο, να μην κλείνω μάτι. Το καλοκαιράκι, με δεδομένη την ετήσια επαγγελματική ανάσα, είμαι πιο χαλαρός και καμιά φορά, κυρίως τις πιο ζεστές μέρες, υποκύπτω. Βέβαια για να με πάρει ο ύπνος μεσημεριάτικα, έτσι απροπόνητος που είμαι, δεινοπαθώ και επιστρατεύω κάθε μέσο για να το πετύχω: άλλοτε πλακώνω τα τσίπουρα με την υπόλοιπη παρέα, άλλες φορές χαζεύω βλακείες στην τηλεόραση, άλλοτε πάλι το ρίχνω στο διάβασμα. Τις προάλλες, προκειμένου πάντα να με πάρει ο ύπνος, κατέβασα από το ράφι σκονισμένα άλμπουμ φωτογραφιών, άραξα μπρούμυτα, με το κεφάλι στην άκρη του κρεβατιού, και ξεκίνησα τις νοερές περιηγήσεις, ακούγοντας Τσιτσάνη: «Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου, Θεσσαλονίκη όμορφη, γλυκιά…»
Κοιτάζω φωτογραφίες από το Λονδίνο, το Παρίσι, τη Ρώμη, την Πράγα, τη Νέα Υόρκη και από πολλές άλλες πόλεις. Ο ύπνος με παίρνει πιο εύκολα από ποτέ, οι πενιές του Τσιτσάνη χαϊδεύουν τα αυτιά μου «…κι αν ζω στην ξελογιάστρα την Αθήνα, για σένα τραγουδώ κάθε βραδιά…». Βυθίζομαι σε λήθαργο, η μία εικόνα διαδέχεται την άλλη: Σουλατσάρω στην Άνω Πόλη, στο Τσινάρι, στη δική μας Μονμάρτη. Έξω από το ιστορικό ουζερί μια φοιτητοπαρέα τραγουδά Μάρκο, ενώ απέναντι, πλάι στην παλιά κρήνη, επίδοξοι ζωγράφοι, πολύ πιο ταλαντούχοι από τους παριζιάνους ομότεχνούς τους, φιλοτεχνούν το ένα πορτρέτο μετά από το άλλο. «Ω, ω, ω, όμορφη Θεσσαλονίκη…» το cd εξακολουθεί να παίζει και εγώ τώρα σουλατσάρω στη δική μας Τάιμς Σκουέρ, γωνιά Παύλου Μελά και Τσιμισκή. Οι τεράστιες διαφημιστικές πινακίδες με τα φανταχτερά λαμπιόνια, που είναι φωτεινότερα από της Νέας Υόρκης, ταράζουν, προσωρινά μόνο, την ησυχία του ύπνου μου, γυρίζω πλευρά και μεταφέρομαι στη θεσσαλονικιώτικη Ράμπλα, στην οδό Ικτίνου, που μου μοιάζει πολύ πιο ζωντανή και πιο παιχνιδιάρα από αυτήν της Βαρκελώνης. Μικροπωλητές διαλαλούν την πραμάτεια τους δίπλα από τα καφέ που είναι όλα γεμάτα από τον κόσμο που κουτσομπολεύει κάθε διερχόμενο. Κατηφορίζω προς την Προξένου Κορομηλά η οποία, στα κλειστά μου μάτια, μοιάζει, σε μικρογραφία βέβαια, με τη λονδρέζικη Μποντ Στριτ. Οι σημαίες των περίφημων οίκων μόδας κυματίζουν επιδεικτικά η μία δίπλα στην άλλη και εγώ τραβώ για τη δική μας Πιάτσα Ντι Σπάνια, τύφλα νάχει η αληθινή σκέφτομαι, καθώς φτάνω στην Πλατεία Αριστοτέλους.
«Σαν απόκληρος γυρίζω στην κακούργα ξενιτιά…» ακούω μέσα στον ύπνο μου τη δωρική φωνή της μεγάλης Σωτηρίας, και συνεχίζω, υπό τους ήχους του Τσιτσάνη πάντα, το ταξίδι μου. Περπατώ στην παλιά παραλία, σκέφτομαι πως δεν υπάρχει άλλη αντίστοιχη σε ολόκληρο τον κόσμο για να τη συγκρίνω. Ξεκουράζομαι σε ένα παγκάκι, δίπλα από το δικό μας Πύργο, που υπερτερεί κατά πολύ, από όποια σκοπιά και αν το δει κανείς, από τον Πύργο του Άιφελ. Σκέφτομαι, ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο δικό μας Μπρόντγουεϊ, τη γειτονιά των μεγάλων μας θεάτρων, του «Βασιλικού» και του «Κρατικού», ότι η Θεσσαλονίκη είναι πράγματι «το καμάρι της καρδιάς μου», γιατί τα έχει όλα, μοιάζει, στα σφαλισμένα μου μάτια, με μητρόπολη του κόσμου. Σε αυτήν, λοιπόν, την πόλη μπορείς να κάνεις τα πάντα: από βόλτες στην Καμάρα, τη Ροτόντα και το υπόλοιπο Γαλεριανό συγκρότημα, φέρνοντας στο νου σου τσάρκες στην περιοχή του Κολοσσαίου της Ρώμης, μέχρι μπαρότσαρκες στη Νέα Κρήνη, το δικό μας Μπράϊτον. Γιατί δηλαδή τα Λαδάδικα δεν θυμίζουν Άμστερνταμ, γιατί μήπως δεν έχουμε και εμείς, έστω και σε μικρογραφία, τη δική μας Αγιά Σοφιά, σκέφτομαι μέσα στο λήθαργό μου.
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», φαίνεται, πως με προσγειώνει σιγά σιγά στην θλιβερή πραγματικότητα. Στριφογυρνώ στο κρεβάτι και φέρνω μπροστά στα μάτια μου ό,τι ονειρεύτηκα: Ονειρεύτηκα μια Θεσσαλονίκη που ενσωματώνει, παρά το μικρό της μέγεθος, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά πολλών πόλεων του κόσμου. Σκέφτομαι, καθώς συνέρχομαι σιγά σιγά από το γλυκό μεθύσι του ύπνου, ότι δεν θα δω μάλλον ποτέ, έστω και στα πιο τρελά μου όνειρα, τη Θεσσαλονίκη να αποκτά, έστω και σε σμίκρυνση, το δικό της Σέντραλ Παρκ. Περιμένω πως και πως τη στιγμή που η πόλη θα αποκτήσει στην πραγματικότητα, και όχι στα δικά μου μόνο όνειρα, αφενός ένα σύγχρονο διεθνές αεροδρόμιο και αφετέρου -καιρός είναι- ένα μετρό που να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των πολιτών της. Έχω συμβιβαστεί οριστικά με την ιδέα ότι θα στερηθούμε, για πολλά χρόνια ακόμη, έναν αληθινό, και όχι κάλπικο σαν τον σημερινό, αυτοκινητόδρομο, που θα μας οδηγεί με μεγαλύτερη ασφάλεια στο πιο δημοφιλή τουριστικό προορισμό μας, τη Χαλκιδική.
Και για να πετύχει κάτι απ’ όλα αυτά η Θεσσαλονίκη πρέπει κάποια στιγμή να αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα έναντι των άλλων ευρωπαϊκών πόλεων: διαθέτει αφενός δύο πανεπιστημιακά ιδρύματα που, με τη δυναμική και την παράδοση που κουβαλούν, προσδίδουν το απαραίτητο κύρος και αφετέρου την εναλλακτική ματιά που εξασφαλίζουν το καταξιωμένο Φεστιβάλ Κινηματογράφου και η ανερχόμενη Διεθνής έκθεση Βιβλίου που η Αθήνα ήδη έβαλε στο μάτι. Η Δ.Ε.Θ, η οποία συμπληρώνει φέτος 90 χρόνια ιστορίας και το λιμάνι, το μεγαλύτερο, κατά τη γνώμη μου, ατού της πόλης, αποτελούν τους σημαντικότερους φορείς ανάπτυξής της.
Το 2012 η Θεσσαλονίκη, με τη βαριά ιστορική, πολιτική, πνευματική και αθλητική κληρονομιά, γιόρτασε τα εκατό χρόνια από την απελευθέρωσή της. Φτάνει, ίσως, το απαραίτητο πλήρωμα του χρόνου για να διεκδικήσει περισσότερα, για να μην παραμείνει δέσμια των λαθών του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, φτάνει, ίσως, το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει αληθινά μεγάλη όχι μόνο στα όνειρα των πολιτών της, φτάνει ίσως το πλήρωμα του χρόνου για να γίνει και πάλι «το καμάρι της καρδιάς μας».
*H εφημερίδα Guardian ανακήρυξε τη Θεσσαλονίκη ως μια από τις δέκα καλύτερες πόλεις για μία ιδανική εναλλακτική απόδραση.
* Η φωτογραφία είναι του Θωμά Φώτη, Stereosis
πηγή www.parallaximag.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου