Ήταν
αρχές του Αυγούστου 1923 όταν οι πρόσφυγες σαν ανθρώπινο κοπάδι από γέρους,
γριές, άνδρες, γυναίκες, αγόρια και κορίτσια έφτασε με κάτι σαπιοκάραβα στη
Σαλονίκη τους κατεβάσανε στο απολυμαντήριο και τους περάσανε καραντίνα, γιατί
στο μεταξύ μέσα στο πλοίο η κυρά Σουλτάνα του Ρέγκου πέθανε και φοβήθηκαν από
τύφο.
Τους Γαλατιανούς τους προόριζαν να
πάνε στα Καϊλάρια, τη σημερινή Πτολεμαΐδα, και από ‘κεί σε ένα εγκαταλελειμμένο
τουρκοχώρι, το Τσορ, που τώρα λέγεται Γαλάτεια.
Αρκετές οικογένειες έφυγαν για
τα Καϊλάρια. Άλλοι αρνήθηκαν και όπως αφηγείται ο Αλέκος Ματζάρης αποφασίστηκε
να εγκατασταθούν σε ένα μέρος παραθαλάσσιο ανατολικά της Θεσσαλονίκης
«Ο
μεγάλος αδελφός της μάνας μου, ο Απόστολος, ο μπάρμπας ο Χατζής μαζί με το θείο μου τον Καραγάτσογλου, που ήταν ψαράς
στο επάγγελμα και είχε φέρει το καΐκι του μαζί, πιάσανε τον πατέρα μου.
-
Νικολάκη, εμείς στα Καϊλάρια δεν πάμε. Μας είπαν ότι μπορούμε να πάμε απέναντι,
σε κάτι ακατοίκητους τεπέδες(λόφοι) και λέμε αύριο να πάμε να τους δούμε.
Πήγαν
και γύρισαν ενθουσιασμένοι, κυρίως γιατί μορφολογικά ο τόπος της τωρινής
Περαίας θύμιζε το Γαλατά.
Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου 1923 (23 Σεπτεμβρίου με το
νέο ημερολόγιο), κατά το σούρουπο, με το καΐκι του Καραγάτσογλου φτάσαμε στην
παραλία.
Ήμασταν οι πρώτοι κάτοικοι του τόπου.
Δυσκολευτήκαμε να αποβιβαστούμε,
γιατί η ακτή είχε βουνά από φύκια.
Ο πρώτος, που πάτησε το πόδι του στην
ακρογιαλιά ήταν ο μπάρμπας μου ο Χατζής.
Μετά άρχισαν να βγαίνουν οι άλλοι.
Σύνολο είκοσι ψυχές.
Είμαστε ντυμένοι με κουρελιασμένα ρούχα και σε τσουβάλια,
που κουβαλούσαμε στην πλάτη, είχαμε όλο το βιός μας, δηλαδή κάτι ξεροκόμματα
ψωμιού, λίγα αμύγδαλα, σταφίδες και σκεπάσματα, που από την απλυσιά και την
πολλή χρήση είχαν μαυρίσει. Είχε ένα πανέμορφο ηλιοβασίλεμα, μα ποιος το
‘βλεπε! Λίγο πιο πάνω από την ακροθαλασσιά, ξαπλώσαμε εξαντλημένοι σε ένα
πλάτωμα και κλαίγαμε.
-
Πού ήρθαμε μέσα στην ερημιά; Αφήσαμε όλα μας τα καλά και ήρθαμε σ’ έναν τόπο
γεμάτο κολλιτσίδες, αγριοσυκιές, γκορτσιές και αγρίμια, που μόλις έπεσε το
σούρουπο άρχισαν να ουρλιάζουν. Ο παππούς μου ο Παπαγιάννης, αυτός ο σεβάσμιος
γέροντας παπάς, γύριζε και μας έδινε θάρρος.
-
Ο Θεός δεν την μπορεί την τόση αδικία και θα μας βοηθήσει, έλεγε.
-
Λες, βρε πατέρα; του είπε θείος Απόστολος. Τι κάναμε και μας βασανίζει τόσο
αυτός ο Θεός;
-
Απόστολε, μη βλαστημάς. «Άγνωστοι γαρ αι βουλαί του Κυρίου».
-
Μας φόρτωσε δυο διωγμούς, έναν πόλεμο, διαλύθηκαν οικογένειες, ρημάξανε σπίτια,
ολόκληρα χωριά σβήσανε από το χάρτη. Γιατί;
Όλοι
μέναμε σιωπηλοί, ο καθένας βυθισμένος στις σκέψεις του. Ανάψαμε φωτιά, κάναμε
έναν κύκλο γύρω της και προσπαθούσαμε να καταλάβουμε πού βρισκόμαστε και τι θα
κάναμε. Το βράδυ προσπαθήσαμε να κοιμηθούμε, μα στάθηκε αδύνατο από το σμήνος
των κουνουπιών που όρμηξε πάνω μας. Πρωί-πρωί πήραμε την ρεματιά για να πάμε
στον απέναντι λόφο, όταν ο Θανασός, που πάντα ξεχείλιζε από ζωηράδα και
προπορευότανε, φώναξε:
-
Να ένα σπίτι, όχι, δυο σπίτια μπροστά μας! Το ένα σπίτι, δεξιά απ’ το ρέμα,
ήταν του Θανάση Καρρά και το άλλο, αριστερά, ήταν το σπίτι του Αγγελοχωρίτη
Γιάννη Πανδίρη, που από τον Πρώτο Διωγμό ήρθε σ’ αυτό το μέρος και ρίζωσε. Έξω
από το σπίτι του ένας τεράστιος πλάτανος ποτιζότανε από το νερό της βρύσης του
Πανδίρη, που έτρεχε συνεχώς και ξεχείλιζε τρεις γούρνες, απ’ όπου ποτίζονταν τα
ζωντανά. Ακριβώς πάνω από τις ποτίστρες, δέσποζε ένα μεγάλο τετράγωνο κιόσκι,
για να ξεκουράζονται τα πρόβατα κάτω από τη σκιά του, ανοιχτό ολόγυρα, με
τέσσερις κολόνες που στήριζαν την κεραμοσκεπή του. Ο μπαρμπα-Γιάννης, όταν
φάνηκε να έρχεται από την παραλία τόσος πολύς κόσμος, βγήκε να δει ποιοι ήταν.
Και ξαφνικά βλέπει Γαλατιανούς που τους περισσότερους τους γνώριζε
-
Καλώς τον Παπαγιάννη! Γεια σου, Χατζή! Βρε Νικολάκη, και συ εδώ;
-
Καλώς σε βρήκαμε, Γιάννη! Βλέπεις, Απόστολε, ο Θεός μάς έστειλε το σημάδι του.
Για πες μας, Γιάννη, μια και είσαι χρόνια εδώ, προς τα πού πρέπει να πάμε;
-
Θα πάτε στο λόφο που βρίσκεται δυτικά από την επόμενη ρεματιά. Το ρέμα έχει
μπόλικο νερό και ο λόφος είναι μακριά από τα τσαΐρια που έχουν στάσιμα νερά
γεμάτα κουνούπια. Έτσι, με τις συμβουλές και τις οδηγίες του Γιάννη Πανδίρη,
μεταφερθήκαμε στο λόφο, όπου σήμερα βρίσκεται το χωριό μας. Μέχρι το τέλος
Οκτωβρίου είχαν έλθει γύρω στις πενήντα οικογένειες Θρακιωτών και είκοσι
οικογένειες Μικρασιατών, γι’ αυτό το πρώτο όνομα του νέου χωριού ήταν
Καλλίπολη, με το οποίο έγινε γνωστό στα γύρω ντόπια χωριά.
Στις
αρχές του Οκτώβρη ήρθαν ο Εποικισμός και η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων
(ΕΑΠ). Μας έφεραν μόνο σκηνές, ρυμοτόμησαν τα 624 στρέμματα του λόφου και μοίρασαν
με κλήρο τα οικόπεδα. Μοίρασαν τους κλήρους σε τρεις σακούλες, μία για κάθε
ράτσα, για να γίνουν οι γειτονιές σύμφωνα με τον τόπο καταγωγής των κατοίκων.
Ξεκινώντας από την ανατολή, οι δυο πρώτοι δρόμοι (σήμερα Αγν. Στρατιώτου και Μ.
Αλεξάνδρου) δόθηκαν σε Μικρασιάτες, που η καταγωγή τους ήταν από τα
Καράμπουρνα. Οι επόμενοι τρεις δρόμοι (σήμερα Κύπρου, Μεταμορφώσεως,
Κων/πόλεως) σε Θρακιώτες, που κατάγονταν από τη χερσόνησο της Καλλίπολης, και
οι δυο τελευταίοι (σήμερα Σμύρνης και Εθν. Συμφιλίωσης) σε Σμυρνιούς, που ήρθαν
από τα χωριά Τζιμόβασι και Σεβντίκιοϊ. Για να γίνεται ευκολότερη η συνεννόηση,
κάθε ράτσα είχε τον πρόεδρό της, οι Θρακιώτες τον Κωστή Ζόπτσο, οι
Καραμπουρνιώτες το Γιώργο Καρακώστα, οι Τζιμοβαλήδες τον Τζώρτζη Γεωργιάδη.
.
Ώσπου να τελειώσει όμως το 1923, οι θρακιώτικες οικογένειες έφτασαν τις
ογδόντα, ενώ οι μικρασιάτικες τις εκατό, οπότε άρχισε ο καβγάς για το όνομα.
Οι
συνθήκες διαβίωσης τον πρώτο καιρό ήταν απερίγραπτες. Στοιβαγμένοι σε σκηνές,
στερούμασταν και τα πλέον απαραίτητα είδη πρώτης ανάγκης. Χωρίς ρούχα, χωρίς
σκεπάσματα, είχαμε να αντιμετωπίσουμε την ελονοσία και τη φυματίωση, που άρχισε
σιγά-σιγά να μας θερίζει, καθώς και άλλες αρρώστιες. Φάρμακα
πουθενά, γιατρός κανένας! Δεν μας έφταναν όλα αυτά, μα ήμασταν αντιμέτωποι και
με δυο άλλους απρόβλεπτους παράγοντες, το βαρδάρη και το χειμώνα. Ο βαρδάρης
ήταν αέρας πρωτόγνωρος για μας. Όταν έπιανε, σάρωνε στο διάβα του ό,τι έβρισκε.
Κι αν, όπως λέγανε, «ήταν με τα παιδιά του», κρατούσε μέρες κι έφερνε μαζί
βροχή ή χιόνι, που έκαναν τη ζωή μας μαρτύριο. Μάλιστα «σαν αγναντινά», το
χειμώνα του 1923, όπως έλεγε η μάνα μας, άρχισε να χιονίζει από τα τέλη του
Νοέμβρη μέχρι τον Απρίλη του 1924! Και τι χιόνι, ένα μπόι, να χάνεσαι μέσα του,
να μουσκεύεις και ο βαρδάρης να σε πιρουνιάζει! Το πως αντέξαμε και στήσαμε
αυτό το πανέμορφο χωριό είναι μια άλλη ιστορία.»
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΜΑΤΖΑΡΗΣ
Απόσπασμα
από το βιβλίο « Χαμένες γενιές χαμένες αγάπες»