ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΚΟΛΩΝΑ
Τελειώνει στο τέλος του χρόνου ο νόμος Κατσέλη με τα κριτήρια της αντικειμενικής αξίας για την προστασία της κύριας κατοικίας από τους πλειστηριασμούς και από την 1η Ιανουαρίου του 2016 τίθενται σε ισχύ πιο αυστηρές προϋποθέσεις. Βέβαια, ανοικτό είναι το ενδεχόμενο στο τέλος του 2018 να λήξει και το νέο θεσμικό πλαίσιο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, οπότε δεν θα υπάρχει πια καταφύγιο για όσους θέλουν να διασφαλίσουν τη στέγη τους από την εκποίηση της περιουσίας τους.
«Κλειδί» πια για τις δικαστικές αποφάσεις που θα αφορούν τη ρύθμιση ή τη διαγραφή οφειλών θα αποτελούν οι «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» των νοικοκυριών. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα εργαλείο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής σύμφωνα με το οποίο τράπεζες, οφειλέτες και ειρηνοδικεία θα χρησιμοποιούν προκειμένου να διαπιστώνουν την οικονομική δυνατότητα των οφειλετών ως προς την αποπληρωμή των χρεών τους. Η ΕΛ.ΣΤΑΤ. με βάση του οικογενειακούς προϋπολογισμούς έχει καταγράψει τα έξοδα των νοικοκυριών, ανάλογα με τον αριθμό των μελών τους καθώς και τις ανάγκες διαβίωσης τους. Αφού υπολογίζονται τα έξοδα βιοπορισμού των οικογενειών, ότι περισσεύει από το εισόδημα θα διατίθεται για την καταβολή των δόσεων προς τις τράπεζες.
Οι «εύλογες δαπάνες διαβίωσης» μπήκαν... στις διατάξεις του νόμου Κατσέλη από τον περασμένο Αύγουστο, ενώ ιδιαίτερη βαρύτητα έχουν και στις τελευταίες τροποποιήσεις για τις κατηγορίες των δανειοληπτών που θα μπορούν και υπό άλλες αυστηρές προϋποθέσεις να προστατεύουν την κύρια κατοικίας τους.
Ο «νόμος Κατσέλη», που ουσιαστικά αποτελεί το πτωχευτικό δίκαιο των νοικοκυριών, δεν αλλάζει ως προς τις συγκεκριμένες διαδικασίες για την υπαγωγή οικονομικά αδύναμων οφειλετών στις διατάξεις του. Παραμένει η προδικαστική διαδικασία με την απόπειρα συμβιβασμού δανειολήπτη ? πιστωτών, όπως και η επικύρωσή της από το Ειρηνοδικείο αν επιτευχθεί η συμφωνία. Σε ισχύ είναι και η έκδοση προσωρινής διαταγής μέχρι την εκδίκαση, αν δεν συμφωνούν οι δύο πλευρές. Στο διάστημα αυτό, που πια δεν μπορεί να ξεπερνά τους έξι μήνες, ο οφειλέτης καταβάλει με βάση τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ποσό που αντιστοιχεί στο 10% των μηνιαίων δόσεων που κατέβαλε στην τράπεζα πριν την υποβολή της αίτησης στο Ειρηνοδικείο και όχι πάντως λιγότερα από 40 ευρώ. Το δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ακόμη και την απαλλαγή οφειλών για έναν δανειολήπτη που δεν έχει την απαιτούμενη ρευστοποιήσιμη περιουσία, αρκεί εκείνος για τρία χρόνια να πληρώνει συγκεκριμένες δόσεις με βάση πάλι τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης αλλά και την αποπληρωμή των οφειλών του, εφόσον μέρος τους καλύπτονταν από την εκποίηση ακίνητων του με χαμηλές δόσεις έως και 35 χρόνια.
Πρέπει να τονιστεί ότι μέχρι το τέλος του 2015 οι δανειολήπτες που θέλουν να υποβάλλουν αίτηση στις διατάξεις του νόμου θα μπορούν να ζητούν εξαίρεση της κύριας κατοικίας, από την εκποίηση της περιουσίας τους, με μοναδικό κριτήριο την αντικειμενική της αξία. Το ανώτατο όριο φτάνει κλιμακωτά ανάλογα με τον αριθμό των μελών του νοικοκυριού μέχρι και τις 450.000 ευρώ για μία τετραμελή οικογένεια.
Έτσι, οι νέες ρυθμίσεις που ψηφίστηκαν προβλέπουν ότι από την 1η Ιανουαρίου του 2016 και μέχρι την 31η Δεκεμβρίου του 2018 οι οφειλέτες που έχουν πάρει το «πράσινο φως» από το Ειρηνοδικείο για την υπαγωγή τους στις διατάξεις του νόμου και τους έχει ζητηθεί η εκποίηση της περιουσίας τους μπορούν να υποβάλλουν «πρόταση εκκαθάρισης και σχέδιο διευθέτησης οφειλών» ζητώντας να εξαιρεθεί από την εκποίηση βεβαρημένο ή μη με εμπράγματη ασφάλεια ακίνητο, εφόσον στο πρόσωπο του οφειλέτη, πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
1. Το συγκεκριμένο ακίνητο χρησιμεύει ως κύρια κατοικία του.
2. Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα δεν υπερβαίνει τις «εύλογες δαπάνες διαβίωσης», προσαυξημένες κατά 70%. Δηλαδή με τα σημερινά δεδομένα για ένα άτομο είναι μέχρι 1.159,4 ευρώ, για ένα ζευγάρι 1.972 ευρώ, για ένα ζευγάρι με ένα παιδί 2.448 ευρώ, για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά μέχρι 2.924 ευρώ και για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά 3.400 ευρώ
3. Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας κατά το χρόνο συζήτηση της αίτησης δεν υπερβαίνει τις 180.000 ευρώ για τον άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο, δηλαδή 220.000 ευρώ, και κατά 20.000 ευρώ για κάθε παιδί και μέχρι τρία παιδιά. Δηλαδή για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά η αντικειμενική αξία είναι μέχρι 260.000 ευρώ και με τρία παιδιά μέχρι 280.000 ευρώ.
4. Όσον αφορά δανειακές οφειλές, ο «οφειλέτης είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης όπου αυτός εφαρμόζεται».
Το νομοσχέδιο για τους οφειλέτες που πληρούν τις προαναφερόμενες προϋποθέσεις, ορίζει και τον τρόπο έκδοσης της απόφασης για τη ρύθμιση των οφειλών. Αυτό βασίζεται στην τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου. Για την ακρίβεια η διάταξη αναφέρει: «Το σχέδιο διευθέτησης οφειλών θα προβλέπει ότι ο οφειλέτης θα καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και ότι καταβάλλει ποσό τέτοιο ώστε οι πιστωτές του δεν θα βρεθούν, χωρίς τη συναίνεση τους, σε χειρότερη οικονομική θέση από αυτήν στην οποία θα βρίσκονταν σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης.». «Η εκτίμηση του ποσού που αντιστοιχεί στην τιμή του ακινήτου», λέει το νομοσχέδιο, αντιστοιχεί σε περίπτωση αναγκαστικής εκτέλεσης, γίνεται από ειδικό εμπειρογνώμονα, ο οποίος επιλέγεται από το αρμόδιο δικαστήριο.
Με βάση αυτή τη διάταξη η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι «ο διακανονισμός μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτη, θα γίνεται με βάση την τρέχουσα εμπορική αξία του ακινήτου και όχι εκείνη που ίσχυε κατά την περίοδο κτήσης του. Αυτό είναι μιας μορφής ''κούρεμα'' του δανείου».
Επιπλέον, το ίδιο νομοσχέδιο, βάζει και άλλη μία προϋπόθεση που πρέπει να πληρούν οι οφειλέτες για να εξαιρούν την κύρια κατοικίας τους από την εκποίηση: «Με πράξη της Τράπεζας της Ελλάδας, η οποία εκδίδεται ορίζονται κατευθύνσεις οι οποίες λαμβάνονται υπόψη για τον προσδιορισμό της μέγιστης ικανότητας αποπληρωμής του οφειλέτη».
Πώς ορίζονται οι οικονομικά ευάλωτοι οφειλέτες
Το νέο νομοσχέδιο έχει ειδική πρόνοια για τους οικονομικά ευάλωτους οφειλέτες. Πιο συγκεκριμένα για την κατηγορία αυτή τους παρέχει τη δυνατότητα να ζητήσουν από το ελληνικό δημόσιο τη μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής, το οποίο ορίζει το δικαστήριο, στην περίπτωση που τα εισοδήματά τους δεν αρκούν.
Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη περιγράφει ποιοι είναι αυτοί οφειλέτες (όροι και προϋποθέσεις): Ο οφειλέτης ενυπόθηκου στεγαστικού δανείου στο πρόσωπο του οποίου πληρούνται σωρευτικά οι εξής προϋποθέσεις:
1. Το μηνιαίο διαθέσιμο οικογενειακό του εισόδημα υπολείπεται ή είναι ίσο των ευλόγων δαπανών διαβίωσης. Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα το μηνιαίο εισόδημα αυτό είναι για έναν άγαμο μέχρι 682 ευρώ, για ένα ζευγάρι μέχρι 1.160 ευρώ, για ένα ζευγάρι με ένα παιδί έως 1.440 ευρώ, για ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως 1.720 ευρώ και για ένα ζευγάρι με τρία παιδιά έως 2.000 ευρώ, το μήνα.
2. Η αντικειμενική αξία της κύριας κατοικίας του να μην υπερβαίνει τις 120.000 ευρώ για έναν άγαμο οφειλέτη, προσαυξημένη κατά 40.000 ευρώ για τον έγγαμο (δηλαδή 160.000 ευρώ) και κατά 20.000 ευρώ ανά παιδί μέχρι τρία παιδιά. Δηλαδή ένα ζευγάρι με δύο παιδιά θα πρέπει να έχει σπίτι με αντικειμενική αξία έως 200.000 ευρώ και αν έχει τρία παιδιά μέχρι 220.000 ευρώ.
3. Ο οφειλέτης βρίσκεται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων καταβολών, όπως αυτές ορίζονται από το σχέδιο ρύθμισης.
4. Είναι συνεργάσιμος δανειολήπτης, βάσει του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, όπου αυτός εφαρμόζεται.
Όπως προαναφέρθηκε οι συγκεκριμένοι οφειλέτες μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης του δικαστηρίου μπορούν να υποβάλλουν αίτηση στο ελληνικό δημόσιο για τη «μερική κάλυψη του ποσού της μηνιαίας καταβολής του σχεδίου διευθέτησης οφειλών.Ο οφειλέτης υποχρεούται να καταβάλει το μέγιστο της δυνατότητας αποπληρωμής του και σε κάθε περίπτωση υποχρεούται στην καταβολή ελάχιστης συνεισφοράς. Η συνεισφορά του Ελληνικού Δημοσίου στο παραπάνω σχέδιο διευθέτησης οφειλών δεν μπορεί να υπερβαίνει σε διάρκεια τα τρία έτη, και καταβάλλεται στους πιστωτές, υπό την προϋπόθεση ότι ο οφειλέτης παραμένει συνεπής στην καταβολή της ελάχιστης συνεισφοράς».
Ωστόσο, το νομοσχέδιο για τα κριτήρια προσδιορισμού του ύψους της συνεισφοράς αλλά και για την ελάχιστη συνεισφορά του οφειλέτη παραπέμπει στην έκδοση υπουργικής απόφασης μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2015.
Ένα από τα θολά σημεία του νέου νόμου, είναι αναφορικά με την περίπτωση που το δημόσιο δεν μπορεί να καλύψει όλη τη διαφορά μεταξύ του ποσού που θα πληρώσει ο οφειλέτης και εκείνου που ορίζεται στο σχέδιο διευθέτησης οφειλών. Σύμφωνα με νομοτεχνική παρέμβαση της τελευταίας στιγμής αναφέρεται ότι το εναπομείναν ποσό θα κεφαλαιοποιείται στο υπόλοιπο ποσό του σχεδίου διευθέτησης οφειλών αλλά θα θεωρείται ότι εξυπηρετείται. Επιπλέον, ενώ στο νόμο προσδιορίζεται αυτή η λεπτομέρεια μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου του 2016, εντούτοις δεν προβλέπει για τα επόμενα δύο χρόνια το τι θα γίνει.πηγή