Σήμερα Δευτέρα 17/11/14 και στις 11:00’ πμ κατατέθηκε από εκπροσώπους της Κίνησης Θ.Ω.Μ. η ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ στο Α.Τ. Ν. Επιβατών με αρ. πρωτ. 9009/20/190. Η Δήλωση θα κοινοποιηθεί Υπηρεσιακά και στην Εισαγγελία Θεσσαλονίκης.
Εκ της Συντονιστικής Επιτροπής
ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
____/____/ 2014
Προς
(α) ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ________________________________
(β) ΔΟΥ _______________________________________
(γ) ΑΣΤΥΝ. ΤΜΗΜΑ ______________________________
Ως Έλληνας/Ελληνίδα πολίτης, σύμφωνα με το ισχύον Σύνταγμα της Ελλάδας, υποχρεούμαι να αντιστέκομαι με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει, σφετεριζόμενος τις δημοκρατικές προβλέψεις και λειτουργίες του, ή με τη βία.
Επειδή , όπως αναλύεται παρακάτω, αυτή ακριβώς η κατάλυση έχει συντελεσθεί και επιχειρείται η συντήρησή της, από την πολιτική ηγεσία της Χώρας, κατά τα τελευταία 4 χρόνια, από την ημέρα τής, άνευ όρων, παράδοσης τής αυτοδιάθεσης στη διαχείριση της εθνικής Οικονομίας, προς εξωχώριες δυνάμεις (με τις γνωστές ως “Μνημόνια” συνθήκες) αποφασίζω:
- αφ' ενός, να καταγγείλω τη βίαιη κατάλυση του Συντάγματος και να ζητήσω την επέμβαση της Δικαιοσύνης, και
- αφ' ετέρου, να αντισταθώ και με τον τρόπο που περιγράφεται παρακάτω.
Το σκεπτικό μου είναι το εξής:
- Ως κυρίαρχη υπόσταση, αυτή του πολίτη, αρνούμαι το δικαίωμα άσκησης εξουσίας (προς το πρόσωπό μου) από την κρατική εξουσία, καθώς αυτή, με στοιχεία που παραθέτω εδώ, έχει άρει την, δια του Συντάγματος, συμφωνία της με τον κυρίαρχο Λαό, αναπόσπαστο μέρος του οποίου είμαι και εγώ.
- Το ίδιο κάνω και στην εξουσία άλλων κρατών, που αρνούνται να αναγνωρίσουν την λαϊκή κυριαρχία των Ελλήνων και το Ελληνικό Σύνταγμα.
- Απαιτώ την άμεση δίωξη των σφετεριστών της λαϊκής κυριαρχίας και των εξουσιών που απορρέουν από αυτήν, βάσει της 3ης παραγράφου του άρθρου 120, από όλους τους δικαστές που θεωρούν, βάσει των στοιχείων που διαθέτουν και βάσει των στοιχείων που θα καταθέσω, ότι
- δεν τηρείται το Σύνταγμα και
- ότι έχει διαπραχθεί το έγκλημα του σφετερισμού της εξουσίας, το οποίο σε κάποιες περιπτώσειςσυνιστά και έγκλημα εσχάτης προδοσίας, για το οποίο βάσει της υπ’ αριθμόν 4/2012 γνωμοδ. του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου η σύλληψη των εγκληματιών ακολουθεί την αυτόφορη διαδικασία δίχως να λαμβάνεται υπόψη το δικαίωμα της βουλευτικής ασυλίας.
- Το γεγονός της μη δίωξής τους θα εκληφθεί ως τεκμήριο ότι δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία και ότι βάσει της 3ης παραγράφου του άρθρου 120, η προθεσμία παραγραφής των εγκλημάτων τους θα αρχίσει μόλις αποκατασταθεί η νόμιμη εξουσία.
- Δηλώνω αδυναμία συναίνεσης σε κάθε αντισυνταγματική διάταξη και νόμο του κράτους, αρνούμενος/η να την εκτελέσω για λόγους συνείδησης, μέχρις ότου η πολιτεία μού απαντήσει αιτιολογημένα βάσει του Συντάγματος και των νόμων που συμφωνούν με αυτό, στις δηλώσεις επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων που θα καταθέσω επίσημα σε δημόσια Αρχή, μαζί με τη δήλωση αδυναμίας συναίνεσης για λόγους συνείδησης.
- Η αδυναμία συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις και εντολές κρατικών λειτουργών, αποτελείδικαίωμα και υποχρέωση κάθε ευσυνείδητου πολίτη, σύμφωνα με την παρ. 4 της ακροτελεύτιας διάταξης 120Σ.
Η πληρωμή, λοιπόν, βέσει αντισυνταγματικών νόμων,
- τελών κυκλοφορίας,
- τελών επιτηδεύματος,
- ΕΝΦΙΑ,
- διοδίων και
- εκτάκτων εισφορών,
αποτελεί πράξη συναίνεσης, δια της οποίας τεκμηριώνεται η συνενοχή στην παραβίαση του Συντάγματος και στο εγχείρημα κατάλυσής του. Γι' αυτό και αδυνατώ να την εκτελέσω.
Την απόφασή μου αυτή, τη γνωρίζω δια του παρόντος, μαζί με τους συνυπογράφοντες συμπολίτες μου, στα αρμόδια όργανα της Ελληνικής Πολιτείας (που αναφέρονται ως παραλήπτες της) με την βεβαιότητα ότι θα δράσουν μέσα στο πνεύμα του Συντάγματος, όπως υποχρεούνται.
ΑΝΑΛΥΤΙΚΟΤΕΡΑ :
Α. Το Σύνταγμα είναι η βασική συμφωνία μεταξύ των πολιτών και των δημοκρατικών εξουσιών,βάσει της οποίας «ο κυρίαρχος λαός» παρέχει σε συμπολίτες του την απαιτούμενη εξουσιοδότηση για την διακυβέρνηση του κράτους.
Μελέτησα το Σύνταγμα με τη δέουσα προσοχή, και το μορφωτικό μου επίπεδο μου επιτρέπει να ισχυριστώ ότι το κατανόησα και δικαιούμαι να κρίνω ποιες διατάξεις νόμων και ποιες πράξεις της εξουσίας συμφωνούν με αυτό. Όπως δικαιούμαι να κρίνω, ποιες διατάξεις νόμων και πράξεις των εξουσιοδοτημένων για τη διακυβέρνηση του Κράτους συμπολιτών μου, παραβιάζουν το Σύνταγμα, θέτοντας τον κίνδυνο κατάλυσής του.
Δηλώνω απόλυτο σεβασμό προς το Σύνταγμα της Ελλάδος και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό, και λαμβάνω υπ' όψη, ότι:
1) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 2, «Θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» .
Αξίζει να σημειωθεί πως ούτε στη βασική μας συμφωνία ούτε σε κάποιο άλλο άρθρο του Συντάγματος, δεν αναφέρεται ότι θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η κυριαρχία της κρατικής εξουσίας, ή η κυριαρχία ξένων δυνάμεων.
Όταν (από τους συμπολίτες μου, τους εξουσιοδοτούμενους να ασκήσουν τις Δημοκρατικές Εξουσίες) κλονίζεται όχι μόνον το Σύνταγμα, όχι μόνον το συμφωνηθέν Πολίτευμα, αλλά το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος (η Λαϊκή κυριαρχία), τίθενται δύο κρίσιμα ερωτήματα :
- (α) Υποχρεούμαι να δέχομαι ως “πολιτική εξουσία” της Χώρας, αυτήν που, καταπατώντας βασικές διατάξεις του Συντάγματος, έχει (με διεθνείς συμβάσεις, γνωστές ως “Μνημόνια”) παραδώσει, άνευ όρων, τη διαχείριση της εθνικής Οικονομίας της Χώρας σε χέρια εξωχώριων δυνάμεων, παραδίδοντας, έτσι, την Αυτοδιάθεση της Χώρας, δηλαδή την Εθνική της κυριαρχία, ακυρώνοντας de facto την Λαϊκή κυριαρχία;
- (β) Υποχρεούμαι να δέχομαι ως “πολιτική εξουσία” της Χώρας, αυτήν που (όπως η ίδια ομολογεί δημοσίως, αλλά και όλη η Ελληνική κοινωνία βλέπει και διαπιστώνει παντοιοτρόπως) έχει αποκόψει παντελώς τη βούληση του “κυρίαρχου Λαού” από τη “Νομοθετική εξουσία” δεχόμενη ως αποφάσεις δικές του (του “κυρίαρχου Λαού”) τις αποφάσεις εξωχώριων δυνάμεων (εκπροσωπουμένων από την “Τρόϊκα”), τις οποίες η “Βουλή των Ελλήνων” μετατρέπει σε νόμους του Ελληνικού κράτους, την τήρηση των οποίων επιβλέπει και επιτηρεί η “Ελληνική κυβέρνηση”;
- (γ) Υποχρεούμαι να τηρώ αυτούς τους νόμους και τις διατάξεις, που πάσχουν εμφανώς στην ουσία (πέραν των τηρουμένων τυπικών διαδικασιών) από αντι-Συνταγματικότητα;
2) Σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 3 «Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα».
Δεν υπάρχει λοιπόν διάκριση μεταξύ Λαού και “εξουσίας”, διότι εξουσία είναι ο Λαός που ορίζειεκφραστές της βούλησής του σε διάφορες θέσεις, συγκροτώντας τη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία.
Αξίζει να προσεχθεί ότι στο πρώτο άρθρο του Συντάγματος, που ορίζει τη βασική μας συμφωνία και δεν μπορεί να αναθεωρηθεί, η λέξη «Λαός» αρχίζει με Λ κεφαλαίο, ενώ η λέξη «εξουσία» με ε μικρό. Ακριβώς διότι ο Λαός και η εξουσία ως δυνάμεις δεν είναι ισότιμες. Λογικό, διότι η εξουσία απορρέει από το λαόκαι δύναται να υπάρχει με την προϋπόθεση ότι τηρεί τους συμφωνηθέντες όρους. Ενώ αντίστροφα ο Λαός δύναται να υπάρχει δίχως όρους και συγκεκριμένα δίχως τους όρους που τίθενται σε αυτόν από την “εξουσία”, την οποία αυτός εξουσιοδοτεί και διορίζει.
Ο Λαός, ως «κυρίαρχος», δύναται κατ’ επιλογήν να συμμορφωθεί προς τους όρους της εξουσίας, ενώ αντίστροφα, η εξουσία υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τους όρους που έχουν τεθεί από το Λαό και καταγράφονται με σαφήνεια στο Σύνταγμα.
3) Όμως, στη Συνταγματική αυτή διάταξη, υπάρχει και κάτι άλλο: “Όλες οι εξουσίες πηγάζουν από το Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους”
Ποιός εχέφρων πολίτης μπορεί να ισχυριστεί πως λειτουργεί “υπέρ του Ελληνικού Λαού και του έθνους του” η (από την Ελληνική Πολιτεία) εκτέλεση των αποφάσεων των δυνάμεων, στις οποίες, “με τα Μνημόνια”, παραδόθηκε άνευ όρων, η διαχείριση της εθνικής μας Οικονομίας ;
Ποιός εχέφρων πολίτης μπορεί να ισχυριστεί πως ο δανειστής παίρνει την (υποθηκευμένη εκ των υστέρων, σύμφωνα με απαίτησή του) περιουσία και επιχείρηση του δανειζόμενου για να τη διαχειριστεί υπέρ των συμφερόντων του δανειζόμενου και όχι των δικών του, που κινδυνεύουν εξ αιτίας αδυναμίας του δανειζόμενου να πληρώσει τη δόση του;;
Άρα: Η εξουσία με την οποία ο κυρίαρχος Λαός εξουσιοδότησε την πολιτική εξουσία για να κυβερνηθεί η Χώρα, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΚΥΒΕΡΝΑ, ΣΗΜΕΡΑ, ΥΠΕΡ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΛΑΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ, αλλά υπάρχει και κυβερνά υπέρ “τρίτων” (των “αγορών” ή ”δανειστών”). Γεγονός που αποδεικνύεται χωρίς δυνατότητα αμφισβήτησης, από την καταμέτρηση της βαθειάς φτωχοποίησης της Ελληνικής κοινωνίας, τα πρωτοφανή ρεκόρ ανεργίας, πτώχευσης μικρο-μεσαίων επιχειρήσεων, μετανάστευσης των νέων, κατάρρευσης της κοινωνικής πρόνοιας, πληθώρας αυτοκτονιών, γενικής απαισιοδοξίας και εξευτελιστικής απελπισίας.
4) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 2 «Ο σεβασμός στο Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό και η αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων».
5) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 3 «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή, διώκεται»
Σημείωση: Σύμφωνα με τα λεξικά «σφετερισμός» είναι η αρπαγή, η ιδιοποίηση, η οικειοποίηση, η καταπάτηση, η παράχρηση και η υπεξαίρεση και κατά συνέπεια η κατάχρηση εξουσίας προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών ή επί μέρους σκοπών σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος.
Ενώ για «εσχάτη προδοσία» σύμφωνα με τον Ποινικό μας Κώδικα (άρθρο 134, παρ. 2) συλλαμβάνεται όποιος επιχειρεί με σφετερισμό της ιδιότητάς του ως οργάνου του Κράτους να καταλύσει ή να αλλοιώσει ή να καταστήσει ανενεργό, διαρκώς ή προσκαίρως το δημοκρατικό πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία).
Συνεπώς, στο έγκλημα της εσχάτης προδοσίας συμπεριλαμβάνεται και το «έγκλημα από παράλειψη», αν δια της παραλείψεως αυτής καθίσταται ανενεργό το δημοκρατικό μας πολίτευμα. «Πολίτευμα» είναι το «σύστημα διακυβέρνησης».
Θεωρώ, ότι παρ’ όλο που για τους τύπους και για να διατηρούνται τα προσχήματα, το σύστημα διακυβέρνησης της Ελλάδος αποκαλείται ακόμη δημοκρατικό, ενώ στην ουσία αυτό έχει αλλάξει με τρόπο τέτοιο ώστε να μην τηρείται το Σύνταγμα, αφού οι αποφάσεις που αφορούν τον Ελληνικό Λαό, λαμβάνονται από μυστικά ή φανερά ξένα (αλλοδαπά) κέντρα και δυνάμεις, εκπροσωπούμενες από την Τρόϊκα, που (εντελώς φανερά) ασκεί έλεγχο σε κάθε απόφαση του “Ελληνικού” κράτους.
Θεωρώ ότι οι εκλογές, ως μηχανισμός της λαϊκής εξουσιοδότησης προς τις δημοκρατικές “εξουσίες”, έχουν καταλήξει να γίνονται μόνο για να τηρούνται τα προσχήματα της δημοκρατικής νομιμοποίησης της πολιτικής “εξουσίας”, αφού οι εκλογείς εξαναγκάζονται (διά της εντονότατης και επιστημονικά στημένης προπαγάνδας που ασκείται από τα ΜΜΕ που βρίσκονται, όλα, σε χέρια ιδιωτών με συμφέροντα αλληλένδετα με αυτά της πολιτικής “εξουσίας”) να δίνουν δια της ψήφου στην “εξουσία” αυτή, μια λευκή επιταγή και έτσι, να εξαπατώνται συστηματικά.
Επιπροσθέτως, παραθέτω την καταγεγραμμένη επιστημονική γνώμη του “πρύτανη των Συνταγματολόγων”, καθ. Γιώργου Κασιμάτη, από έγγραφο που παράδωσε, μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κάρολο Παπούλια, την 19η Μαίου 2011:
“...............................Από τη σκοπιά, ειδικώς, της ελληνικής συνταγματικής τάξης:
- α. ο όρος παραίτησης (απέναντι στους δανειστές) από την επίκληση των δικαιωμάτων εθνικής κυριαρχίας και κάθε άλλης ασυλίας, καθώς και οι όροι καθολικής δέσμευσης της δημόσιας περιουσίας, που έχουν ως συνέπεια την πλήρη δέσμευση της οικονομικής και της εξωτερικής πολιτικής της Ελληνικής Δημοκρατίας,
- β. η εξουσία που ασκείται και επιβάλλεται με βάση την εφαρμογή των Συμβάσεων Δανεισμού και
- γ. η μη επικύρωση και κύρωσή τους σύμφωνα με το Σύνταγμα,
αποτελούν σοβαρή παραβίαση της αρχής της εθνικής κυριαρχίας και «σφετερισμό της λαϊκής κυριαρχίας», σύμφωνα με το ακροτελεύτιο άρθρο 120 του Συντάγματος”.
6) Σύμφωνα με το άρθρο 120 παρ. 4 «H τήρηση τoυ Συντάγματoς επαφίεται στoν πατριωτισμό των Eλλήνων, πoυ δικαιoύνται και υπoχρεoύνται να αντιστέκoνται με κάθε μέσo εναντίoν oπoιoυδήπoτε επιχειρεί να τo καταλύσει με τη βία».
Η Συνταγματική διατύπωση για δικαίωμα και υποχρέωση αντίστασης “με κάθε μέσο”, τεκμηριώνει το γεγονός ότι όλοι οι Έλληνες πολίτες , δικαιούνται να κρίνουν πότε δεν τηρείται το Σύνταγμα, και πότε επιχειρείται από οποιονδήποτε να καταλυθεί με τη βία.
Συνειδητοποιώντας ότι, καθώς διαθέτω επαρκή και αγνό πατριωτισμό, η τήρηση του Συντάγματος (βάσει του άρθρου 120 παρ. 4) επαφίεται εν μέρει και σε εμένα, ενεργοποιώ το δικαίωμα να αντιστέκομαι με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι, το Σύνταγμά μας επαφίεται για την τήρησή του σε όλους τους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό και όχι αποκλειστικά στους ειδήμονες, λαμβάνω το δικαίωμα να ερμηνεύω το Σύνταγμα σύμφωνα με τη συνείδησή μου, κρίνοντας ποιες διατάξεις νόμων συμφωνούν με αυτό και ποιες λόγω της αντισυνταγματικότητάς τους επιχειρούν να το καταλύσουν.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι (με ρητή διάταξη του Συντάγματος)η τήρησή του δεν επαφίεται στην νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εξουσία, αλλά επαφίεται αποκλειστικά και μόνον στον πατριωτισμό των Ελλήνων, κάνοντας χρήση της λαϊκής κυριαρχίας που κατοχυρώνει το Σύνταγμα, δικαιούμαι και υποχρεούμαι να αντιστέκομαι με κάθε μέσο, ακόμη και κατά παράβαση νόμων αμφισβητούμενης Συνταγματικότητας και δικαστικών αποφάσεων, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα με τη βία.
(Σημείωση: Η ψήφιση αντισυνταγματικών νόμων από την νομοθετική εξουσία και η εφαρμογή αυτών των νόμων από την εκτελεστική εξουσία δια της βίας, αίροντας το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης των πολιτών, το δικαίωμα της αντίστασης βάσει του άρθρου 120, το δικαίωμα της δίκαιης δίκης σε εύλογο χρονικό διάστημα από αμερόληπτο δικαστήριο, και παραθέτοντας αντί αυτών τα σώματα ασφαλείας, ερμηνεύεται ως επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία).
Β. Εκ των ανωτέρω, προκύπτει πως δύο είναι οι επιλογές μου ως Έλληνα πολίτη: Ή διατηρούμε (οι Έλληνες πολίτες) «με κάθε μέσο» το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος που είναι η Λαϊκή και (κατ’ επέκταση) η Εθνική μας Κυριαρχία, ή γινόμαστε υπόδουλοι άλλων. Δεν υπάρχει τρίτος δρόμος, δεν υπάρχουν φίλοι, ούτε ειδήμονες, ούτε δανειστές, στους οποίους θα μπορούσαμε να παραχωρήσουμε την Λαϊκή και κατ’ επέκταση την Εθνική μας κυριαρχία, δίχως όρους.
Για την Ελληνική Πολιτεία, σύμφωνα με το Σύνταγμά μας, δεν υπάρχουν οικονομικά διλήμματα, όταν μεταξύ των όρων λύσης τους, τίθεται το θέμα «κυρίαρχος» ή «υπόδουλος», για τον Ελληνικό Λαό.
Δεν υπάρχει Ευρωπαϊκή προοπτική, ούτε προοπτική μιας διεθνούς διακυβέρνησης, πριν εξασφαλιστεί από τον Λαό η κυριαρχία του, με όρους σαφώς καταγεγραμμένους σε ένα Σύνταγμα.
Με απλά λόγια, σύμφωνα με το Σύνταγμα μας, ΤΙΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΥΠΕΡΤΕΡΟ ΤΗΣ ΛΑΪΚΉΣ ΚΥΡΙΑΡΧΊΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ.
Ως εκ τούτου, κάθε πράξη των εξουσιοδοτουμένων Αρχών, που θίγει ή καταργεί αυτή την βασική και συστατική Αρχή της Ελληνικής Δημοκρατίας, ΕΙΝΑΙ ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΗ και αποτελεί απόπειρα κατάργησης της, που τιμωρείται παραδειγματικά από τον Νόμο.
Η αιτιολόγηση που προβάλλεται από την πολιτική “ηγεσία” πως αν δεν υπέγραφε τις επαίσχυντες αυτές συνθήκες, η Χώρα θα πτώχευε, δεν ευσταθούν, για δύο, κυρίως, φανερούς λόγους:
- Αφού από το Σύνταγμα ορίζεται σαφέστατα ως ανωτάτη Αξία του έθνους η Λαϊκή κυριαρχία και η Αυτοδιάθεσή του, αυτές δεν μπορούν (είναι αδιανόητο) να εκχωρηθούν για να διασωθεί μία άλλη αξία, όπως είναι η Οικονομία της Χώρας, η οποία, σημειωτέον, διαθέτει άλλα εργαλεία, οικονομικής φύσεως, για να αντιμετωπισθεί η κάθε της κατάσταση, ακόμη και η πτώχευση.
- Ο άλλος λόγος είναι το ότι η Χώρα έχει πτωχεύσει. Αυτό το ζούμε όλοι μας και δεν μπορεί κανένας να το αμφισβητήσει. Η διαφορά είναι πως έχει πτωχεύσει, χωρίς η πτώχευσή της να ονομάζεται, επισήμως, “πτώχευση”, προκειμένου να ισχύει η προηγούμενη αιτιολόγηση για την εκχώρηση της Εθνικής μας Κυριαρχίας, που ανοίγει στις “αγορές” και στους “δανειστές”, την πόρτα της λεηλασίας του εθνικού μας πλούτου. Στην πόρτα αυτή, η ταμπέλα γράφει ΤΑΙΠΕΔ.
Βάσει των παραπάνω, έκρινα ότι:
α) Ως Έλλην/Ελληνίδα πολίτης ανήκω στον κυρίαρχο Λαό και πως βάσει αυτού το Ελληνικό κράτος μου ανήκει (στην αναλογία που μου αναλογεί), αποτελώντας τη συλλογική μου περιουσία, μέρος της οποίας είναι η ιδιωτική μου.
β) Όλες οι εξουσίες πηγάζουν εν μέρει και από εμένα, αφού αποτελώ μέρος του κυρίαρχου Λαού.
γ) Ως κυρίαρχος, απαιτώ όλες οι εξουσίες του Ελληνικού κράτους να υπάρχουν υπέρ του Ελληνικού Λαού και του Ελληνικού Έθνους και να ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα.
δ) Όπως σαφώς αναγράφεται στο άρθρο 2 του Συντάγματος, “ο σεβασμός και η πρoστασία της αξίας τoυ ανθρώπoυ απoτελoύν την πρωταρχική υπoχρέωση της Πoλιτείας”. Βάσει της συγκεκριμένης αυτής παραγράφου, ορίζεται η έννοια του δημοσίου συμφέροντος που οφείλει πρωτίστως να υπηρετεί η κρατική εξουσία.
Με το σκεπτικό αυτό, αποφασίζω αυτά, που αναφέρονται με την αρίθμηση 1, 2, 3, 4, 5 και 6 στην αρχή του παρόντος.
Σχετικά με αποδείξεις καταστρατήγησης του Συντάγματος από την Πολιτική Εξουσία, παραθέτω τα εξής:
ΑΠΟΔΕΙΞΕΙΣ, ΟΤΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΔΕΝ ΤΗΡΕΙ ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι το δικαίωμα αντίστασης με κάθε μέσο, απορρέει κάθε φορά που η εξουσίαδεν τηρεί το Σύνταγμα και όχι μόνον στην περίπτωση που αυτό έχει καταλυθεί οριστικά.
Αμέτρητες είναι πλέον οι μηνύσεις πολιτών προς τα Ελληνικά και διεθνή δικαστήρια, που μας παρέχουν πληθώρα αντισυνταγματικών διατάξεων και καταγγέλλουν τους πολιτικούς με άψογα τεκμηριωμένα στοιχεία, όχι μόνον για κατά συρροήν παραβιάσεις του Συντάγματος αλλά και για το έσχατο κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας.
Το γεγονός ότι οι μηνύσεις αυτές στην πλειοψηφία τους δεν εκδικάζονται, οφείλεται στο ότι η Πολιτική Εξουσία έχει νομοθετήσει τον εαυτό της ως δικαστή του εαυτού της (!!!) γεγονός που αποτελεί άλλη μια απόδειξη της κατά συρροήν κατάχρησης εξουσίας τόσο από τους πολιτικούς όσο και από τους δικαστές.
Δεν απαιτείται λοιπόν να αποδείξω εδώ ότι η εξουσία δεν τηρεί το σύνταγμα, διότι υπάρχουν καταχωρημένες επισήμως (με πρωτόκολλα κλπ) άψογα τεκμηριωμένες νομικές πραγματείες που αποδεικνύουν την αντισυνταγματικότητα αποφάσεων, αλλά και μηνύσεις (ακόμη και για εσχάτη προδοσία) την βασιμότητα των οποίων αποδέχθηκε ο Άρειος Πάγος, εναντίον πλειάδος βουλευτών, υπουργών και πρωθυπουργών.
Το γεγονός ότι δεν εκδικάστηκαν από τον Άρειο Πάγο αλλά προωθήθηκαν προς τη Βουλή όπου αυτή, ως δικαστής του εαυτού της, επέτρεψε (ή της διέφυγε) κάποιες να ανακοινωθούν προς το Σώμα και κάποιες άλλες όχι.
Η πρακτική αυτή ίσως να «αθωώνει» τους μηνυόμενους πολιτικούς δια της παραγραφής, ακυρώνει όμως την άποψη πως δεν συμβαίνουν συνταγματικές παραβάσεις και μάλιστα κατά συρροήν, πως οι πολιτικοί μας δεν έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε επάγγελμα, και πως δεν έχει συντελεστεί το κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας δια του σφετερισμού της εξουσιοδότησης που παρέχει (με τις εκλογές) ο Κυρίαρχος Λαός σε συμπολίτες του, οι οποίοι, καταχρώμενοι αυτή την εξουσία που παίρνουν, έχουν δημιουργήσει την κάστα των πολιτικών, την οποία έχουν οχυρώσει κατάλληλα με νόμους που αυτοί οι ίδιοι εκπονούν και ψηφίζουν. Με τους νόμους αυτούς, οι δικαζόμενοι καθίστανται δικαστές των εαυτών τους, ώστε να μην κινδυνεύουν να καταδικαστούν από τα κάθε λογής εγκλήματα που μπορεί να διαπράξουν εις βάρος της κοινωνίας.
Για τον κυρίαρχο Λαό, με του οποίου την νοημοσύνη δεν πρέπει να παίζουν οι εξουσιαστές, το γεγονός της κατά συρροήν παραγραφής των αδικημάτων τους αποτελεί απόδειξη ότι δεν τηρούν το Σύνταγμα, όχι από αμέλεια, αλλά διότι έχουν ανάγει την κατάχρηση εξουσίας σε προσοδοφόρο επάγγελμα. Η προσθήκη του άρθρου 86 στο Σύνταγμα, δια του οποίου απολαμβάνουν μια Θεϊκή πλέον ασυλία για όλες τις ποινικές τους παραβάσεις, αποτελεί την χειρότερη εκτροπή του Συντάγματος, δια της οποίας η λαϊκή κυριαρχία περνά από τον κυρίαρχο Λαό στους εξουσιοδοτούμενους από αυτόν υπαλλήλους του.
Το άρθρο 86 αναιρεί τα πρώτα δύο άρθρα του Συντάγματος που ορίζουν τον λαό ως κυρίαρχο και έρχεται σε αντίθεση με την ακροτελευταία διάταξη παρ. 3 σύμφωνα με την οποία «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή διώκεται μόλις απoκατασταθεί η νόμιμη εξoυσία..»
Η κατ’ εξακολούθησιν σύνταξη, ψήφιση και υπογραφή αντισυνταγματικών διατάξεων αποτελεί έναν από τους πολλούς τρόπους σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας, η οποία παρακάμπτεται και ακυρώνεται de facto και το γεγονός ότι αυτό το έγκλημα δεν διώκεται, δηλώνει πως δεν έχει αποκατασταθεί ακόμη η νόμιμη εξουσία.
Η νομιμότητα της σημερινής εξουσίας, επιβάλλεται μάλλον από την προπαγάνδα των μισθωμένων ΜΜΕ παρά από μία προσεκτική αντιστοίχηση των έργων της με τις διατάξεις του Συντάγματος. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 82, «Η κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του Συντάγματος και των νόμων» και όχι παραβιάζοντας το Σύνταγμα κατά συρροήν, όπως συμβαίνει σήμερα. Η ανακάλυψη έστω και μίας αντισυνταγματικής διάταξης στο έργο της νομοθετικής εξουσίας, θέτει υπό αμφισβήτηση τη νομιμότητά της, ενώ η εκτέλεση έστω και μίας αντισυνταγματικής διάταξης, θέσει σε αμφισβήτηση τη νομιμότητα της κυβέρνησης, προσφέροντας στους πολίτες το δικαίωμα της ανυπακοής και της αντίστασης με κάθε μέσο, όπως ορίζει το άρθρο 120.
Σύμφωνα με το άρθρο 59, που ορίζει τα καθήκοντα των βουλευτών, οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, ορκίζονται “να είναι πιστοί στην Πατρίδα και το δημοκρατικό πολίτευμα, να υπακούν στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνουν ευσυνείδητα τα καθήκοντά τους”.
Η σύνταξη, ψήφιση και υπογραφή προς εκτέλεση αντισυνταγματικών νόμων, αποτελεί μια αδιάσειστη απόδειξη ότι παραβαίνουν τον όρκο τους, με αποτέλεσμα να χάνουν τη νομιμότητα εκπροσώπησης του κυρίαρχου λαού.
Σε ένα πραγματικά δημοκρατικό πολίτευμα, πιστό στις αξίες του Ελληνικού πολιτισμού όπου γεννήθηκε η δημοκρατία, ο λαός έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει τον βουλευτή που παρέβη τον όρκο του, αντικαθιστώντας τον με κάποιον άλλον που θα εκτελεί πιο ευσυνείδητα τα καθήκοντά του. Δεν έχει λοιπόν καμία σχέση η ασυλία των βουλευτών, με την αληθινή Δημοκρατία. Γεγονός άλλωστε που ορίζεται σαφώς και από το σημερινό μας Σύνταγμα, σύμφωνα με το οποίο «O σφετερισμός, με oπoιoνδήπoτε τρόπo, της λαϊκής κυριαρχίας και των εξoυσιών πoυ απoρρέoυν από αυτή διώκεται. (άρθρο 120)
Ο συνήθης τρόπος σφετερισμού της λαϊκής κυριαρχίας από τους βουλευτές, είναι η μη τήρηση των προεκλογικών τους υποσχέσεων, η παράβαση του όρκου περί τήρησης του Συντάγματος και η μη εκπλήρωση με ευσυνείδητο τρόπο των καθηκόντων τους. Γεγονότα που συνιστούν τα αδικήματα της παράβασης καθήκοντος και της κατάχρησης εξουσίας στην καλύτερη περίπτωση, ενώ στη χειρότερη φθάνουν ως την εκχώρηση της Εθνικής μας κυριαρχίας που συνιστά το κακούργημα της Εσχάτης Προδοσίας.
Για όλα αυτά, δεν διώκεται κανένας, καθώς, όπως προείπα, οι ίδιοι έχουν ορίσει τον εαυτό τους ως εισαγγελέα και δικαστή των ανομημάτων τους.
Η «ασυλία» ανήκει στον κυρίαρχο Λαό και όχι στους εξουσιοδοτημένους από αυτόν, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι κυρίαρχος του εαυτού του και της Χώρας του, ενώ οι εξουσιοδοτημένοι “άρχοντες”, ορίζονται μόνον κατόπιν κάποιας συμφωνίας την οποία οφείλουν να τηρήσουν. Ο κυρίαρχος λαός υπάρχει δίχως καμία πρότερη συμφωνία. Υπάρχει διότι γεννήθηκε εδώ, διότι εδώ γεννήθηκαν και οι πρόγονοί του, διότι του ανήκει αυτή η γης, και διότι εν τέλει, δεν έχει άλλη επιλογή. Δεν κατοικούμε λοιπόν εδώ, κατόπιν κάποιας συμφωνίας, διότι δεν μας παραχωρήθηκε η Ελληνική Γης με όρους από κάποιους. Διότι η Ελληνική Γης είναι το σπίτι μας, και σύμφωνα με το Σύνταγμα που οφείλουν να σέβονται οι εξουσιαστές, το σπίτι μας είναι άσυλο.
Η ασυλία επομένως ανήκει στο λαό και όχι στους εξουσιαστές. Και η αντιστροφή αυτού του όρου δια της προσθήκης των άρθρων 61, 62, και 86 αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή, που κλονίζει το θεμέλιο του Δημοκρατικού Πολιτεύματος. Βάσει του Συντάγματος, οι πολίτες που επιθυμούν να λάβουν τους ρόλους κάποιας εξουσίας, τους αναλαμβάνουν με τη θέλησή τους και την υπόσχεση ότι θα τηρήσουν τη συμφωνία. Ορκίζονται πίστη στο Σύνταγμα, και στους νόμους. Και για το λόγο αυτό όταν παραβαίνουν τον όρκο τους και τη συμφωνία πρέπει να τιμωρούνται και μάλιστα αυστηρά. Διότι η ανάληψη ενός ρόλου εξουσίας ήταν δική τους επιλογή, και είχαν τη γνώση των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτήν. Σε αντίθεση προς τον κάθε Έλληνα πολίτη, ο οποίος δεν επέλεξε να κατοικήσει σε αυτή τη χώρα αλλά του έτυχε, δεν μας υποσχέθηκε κάτι, δεν ορκίστηκε να σέβεται το Σύνταγμα και τους νόμους, και αν ορκίστηκε ενδέχεται να μην το έπραξε κατά συνείδηση. Όλα αυτά παρέχουν στον κοινό Έλληνα πολίτη μια ασυλία, την οποία όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι δυνατόν να δικαιούνται οι εξουσιαστές.
Το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες βρέθηκαν μέσα στην Πολιτεία κατά σύμπτωση, ενώ οι εξουσιοδοτημένοι “άρχοντες” ανέλαβαν έναν ρόλο εξουσίας κατά συνείδηση, και το γεγονός ότι οι πρώτοι δεν έδωσαν ούτε παρέβησαν κάποια υπόσχεση, ενώ οι δεύτεροι απολαμβάνουν ένα πλήθος προνομίων χάρη σε μια βαρύτατη υπόσχεση που κατά συνείδηση έδωσαν, παρέχει ασυλία στους πρώτους και βαρύτατες ποινικές ευθύνες στους δεύτερους, κάθε φορά που παραβιάζουν το Σύνταγμα και τους νόμους που συμφωνούν με αυτό.
Αφού λοιπόν το αίτημα της ασυλίας από τους βουλευτές αποτελεί τη χειρότερη συνταγματική εκτροπή την οποία οι ίδιοι επινόησαν προς εξυπηρέτηση ιδιοτελών σκοπών και όχι του δημοσίου συμφέροντος, πρέπει επειγόντως να αναιρεθεί, αίροντας παράλληλα και το δικαίωμα της παραγραφής, ώστε επιτέλους να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους και να αποδειχθεί το αυτονόητο: Ότι έχουν προδώσει τον κυρίαρχο Λαό, καταλύοντας το Σύνταγμα.
Σχετικά με το δικαίωμα της ανυπακοής, το οποίο οχυρώνει το δημοκρατικό μας πολίτευμα, σημειώνονται τα εξής:
Η ΑΝΥΠΑΚΟΗ ΩΣ ΠΡΑΞΗ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΜΗ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ ΣΕ ΑΝΤΙΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ
Επειδή η τήρηση του Συντάγματος δεν επαφίεται στους ειδήμονες αλλά στο Λαό, και συγκεκριμένα στους Έλληνες που διαθέτουν πατριωτισμό, είμαστε υπεύθυνοι όλοι μας και όχι μόνον οι ειδήμονες. Η άποψη ότι, οι ειδήμονες μόνον μπορούν να ερμηνεύουν ορθά το Σύνταγμα, δεν ευσταθεί και απορρίπτεται από το γεγονός ότι το Σύνταγμα, προσφέρει το δικαίωμα της αντίστασης σε όλους τους Έλληνες και όχι μόνον στους ειδήμονες με την αιτιολογία της προστασίας του από παρερμηνείες. Τούτο βέβαια δεν σημαίνει πως δικαιούται ο κάθε ένας να αντιστέκεται με κάθε μέσο πριν ερευνήσει προηγουμένως και συνειδητοποιήσει, τόσο το πνεύμα του Συντάγματος όσο και τις συνέπειες των πράξεών του.
Αν με συγκεκριμένη αντισυνταγματική διάταξη, ασκείται βία από την εξουσία προς τον πολίτη, απαιτείται επί παραδείγματι βιαίως ένα χρηματικό ποσό, κατάσχεση περιουσίας, άρση του ασύλου κλπ, τότε έχουμε την περίπτωση όπου κάποιος, νομοθέτης ή δημόσιο όργανο, επιχειρεί να καταλύσει το Σύνταγμα ασκώντας βία, υποπίπτοντας στην παράγραφο 4 της ακροτελευταίας διάταξης του Συντάγματος. Γεγονός που εγείρει το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής, ως πράξης μη συμμετοχής στην καταλυτική προς το Σύνταγμα διάταξης. Διότι, «ο σιωπών δοκεί συναινείν», καθώς η σιωπή σημαίνει συμμετοχή, συνενοχή και συναίνεση.
Η δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα των διατάξεων ή των πράξεων δια των οποίων απαιτείται βίαια από το κράτος η συναίνεση, σε συνδυασμό με μια δήλωση ανυπακοής ως προς τις συγκεκριμένες διατάξεις μέχρις ότου αυτές εναρμονιστούν προς το Σύνταγμα, ή μέχρις ότου ερμηνευτούν από τους αρμόδιους του κράτους και δια της ερμηνείας λάβουν την αποδοχή μας, αποτελούν μέσο αντίστασης σε περιπτώσεις μη τήρησης του Συντάγματος και «εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία».
Η άρνηση συναίνεσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις και εντολές κρατικών λειτουργών, αποτελείδικαίωμα και υποχρέωση κάθε ευσυνείδητου πολίτη σύμφωνα με την παρ. 4 της ακροτελευταίας διάταξης.
Η πληρωμή λοιπόν, με αντισυνταγματικό νόμο, τελών κυκλοφορίας, τελών επιτηδεύματος, ΕΝΦΙΑ, διοδίων και εκτάκτων εισφορών αποτελεί πράξη συναίνεσης δια της οποίας τεκμηριώνεται η συνενοχή στην παραβίαση του Συντάγματος και στο επιχείρημα κατάλυσής του.
Το γεγονός, άλλωστε, ότι το Σύνταγμα έχει καταλυθεί και ο λαός από κυρίαρχος έγινε υπήκοος εξωχώριων δυνάμεων, οι οποίες επιβάλλουν τη θέλησή τους δια του κοινοβουλίου και της κυβέρνησης, δεν οφείλεται μόνον στις αυθαιρεσίες των εξουσιαστών, αλλά κυρίως στην συναίνεση του λαού προς αυτές δια της σιωπής, της συμμετοχής και της υπακοής.
Το γεγονός ότι ο λαός από κυρίαρχος της χώρας του έγινε υπήκοος εξωχώριων δυνάμεων (αυτές των “δανειστών”, εκπροσωπούμενων από την Τρόϊκα), οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι δεν διάβασε ποτέ το Σύνταγμα, αφήνοντας εν λευκώ σε άλλους τόσο τις αναθεωρήσεις του και τις ερμηνείες, όσο και την εφαρμογή του.
Για τον λόγο αυτόν ο, κυρίαρχος κάποτε, λαός, δεν πρόσεξε ότι πουθενά το Σύνταγμα δεν μας ζητά υπακοή!
Η πρώτη φορά που η λέξη «υπακοή» εμφανίζεται στο Σύνταγμα, είναι στο άρθρο 16, ως αίτημα προς τους ακαδημαϊκούς και τους διδασκάλους, δηλαδή προς κρατικούς λειτουργούς.
Η δεύτερη φορά, είναι στο άρθρο 59 που τιτλοφορείται «Καθήκοντα και δικαιώματα των βουλευτών», διευκρινίζοντας ότι οι βουλευτές πριν αναλάβουν τα καθήκοντά τους, δίνουν στο Βουλευτήριο και σε δημόσια συνεδρίαση τον ακόλουθο όρκο: «Ορκίζομαι… να είμαι πιστός στην Πατρίδα και στο Δημοκρατικό Πολίτευμα, να υπακούω στο Σύνταγμα και τους νόμους και να εκπληρώνω ευσυνείδητα τα καθήκοντα μου».
Η τρίτη φορά, είναι στο άρθρο 87 παρ. 2, όπου διαβάζουμε ότι «Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος».
Οι μόνοι λοιπόν που σύμφωνα με το Σύνταγμα οφείλουν να υπακούν στο Σύνταγμα και στους νόμους είναι οι κρατικοί λειτουργοί και συγκεκριμένα, οι διδάσκαλοι, οι βουλευτές και οι δικαστές. Για τον εξής απλούστατο λόγο: Διότι ως υπάλληλοι που εμείς ο κυρίαρχος Λαός τους έχουμε θέσει κάποιες αρμοδιότητες, οφείλουν να μας υπακούν, και γίνονται κατά συνέπεια σε όλη τη διάρκεια της θητείας τους,υπήκοοί μας. Εξαίρεση αποτελεί ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος σύμφωνα με το άρθρο 33, ορίζεται ως φύλακας του Συντάγματος και όχι ως υπάλληλος που υπόκειται σε αυτό, όπως όλοι οι κρατικοί λειτουργοί.
Οι Έλληνες πολίτες είναι ΚΥΡΙΑΡΧΟΙ του εαυτού τους και της χώρας τους, και δεν είναι δυνατόν ένας κυρίαρχος να δηλώνει υπακοή. Και μάλιστα, υπακοή προς τους υπαλλήλους του!!!
Αφού το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει τους Έλληνες Πολίτες σε υπακοή, και αφού οι Κρτικοί Λειτουργοί, ως υπάλληλοί μας, δεν δικαιούνται να το ζητήσουν (πόσο μάλλον να το απαιτήσουν), συμπεραίνουμε ότι η έννοια της υπακοής που απαιτείται δια των νόμων, είναι μια επινόηση της εξουσίας δια της οποίας από υπήκοοι έγιναν κυρίαρχοι, μετατρέποντας σε υπηκόους τους εμάς. Αφού λοιπόν, σε κανένα μέρος το Σύνταγμα δεν υποχρεώνει σε υπακοή τον κυρίαρχο Λαό, συμπεραίνουμε πως κάθε αίτημα υπακοής από τους κρατικούς λειτουργούς, πηγάζει ή από αντισυνταγματική διάταξη, ή από κατάχρηση εξουσίας και πρέπει να καταγγελθεί.
Μελετώντας το Σύνταγμα από την αρχή, διαπιστώνουμε ότι στο πρώτο μέρος ορίζει τη μορφή του πολιτεύματος, ενώ στο δεύτερο μέρος τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα των πολιτών. Αξίζει να διευκρινιστεί, ότι δεν γίνεται λόγος για «δικαιώματα και υποχρεώσεις»! (δείτε ΜΕΡOΣ ΔΕΥΤΕΡO Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα») Βέβαια, στο άρθρο 7 αναφέρεται η έννοια της ποινής και ότι καμιά ποινή δεν μπορεί να επιβληθεί χωρίς νόμο που φυσικά πρέπει να συμφωνεί με το Σύνταγμα. Δεν γίνεται όμως λόγος για επιβολή ποινής λόγω ανυπακοής. Η ποινή λειτουργεί ως μέσο περιορισμού της επικινδυνότητας που ενδέχεται να εμφανίσουν κάποιοι πολίτες για διάφορους λόγους όπως ψυχολογικοί, οικονομικοί, εγωϊστικοί κλπ. Δεν αναφέρεται όμως κάπου στο Σύνταγμα, ότι μπορεί να επιβληθεί ποινή για λόγους ανυπακοής, με εξαίρεση τους κρατικούς λειτουργούς οι οποίοι οφείλουν να υπακούν εξ’ αιτίας του ρόλου που συνειδητά έχουν αναλάβει.
Στο τρίτο μέρος του Συντάγματος, αναπτύσσεται ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της Πολιτείας, και μόνον στο τέταρτο μέρος γίνεται λόγος για υποχρέωση των Πολιτών έναντι της Πολιτείας η οποία είναι μία: Ο σεβασμός προς το Σύνταγμα και η αντίσταση με κάθε μέσο, εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία! Συμπεριλαμβάνοντας σε αυτή και την υποχρέωση υπηρεσίας στον στρατό, διαπιστώνουμε πως πρόκειται ξανά για την ίδια υποχρέωση αντίστασής μας εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να καταλύσει τη συνταγματική δημοκρατία μας και να μας πάρει την εθνική κυριαρχία.
Σχετικά με την υποχρέωση πληρωμής φόρων, το Σύνταγμα ζητά τη δίκαιη συμμετοχή μας στα δημόσια βάρη δια της συνεισφοράς ενός μέρους των εσόδων μας αναλογικά προς την φοροδοτική μας ικανότητα και σε καμιά περίπτωση δεν δικαιολογεί την απαίτηση από την Κρατική Εξουσία, πληρωμής ποσών που δεν διαθέτουμε και μάλιστα δια της βίας.
Σεβασμός και όχι υπακοή, λοιπόν! Διότι το Σύνταγμα μας παρέχει ένα πλήθος δικαιωμάτων με μία και μοναδική υποχρέωση: να το σεβόμαστε και να αγωνιζόμαστε με κάθε μέσο για την τήρησή του!
Να γιατί η Εξουσία (την οποία εμείς διορίζουμε) επιχειρεί να το αντικαταστήσει με υπερνόμους στα πλαίσια μιας Ευρωπαϊκής προοπτικής, με υπερνόμους γραμμένους από τεχνοκράτες οι οποίοι σκοπεύουν να μας μετατρέψουν οριστικά από κυρίαρχους σε υπήκοους, δίχως Σύνταγμα, δίχως Κράτος και δίχως Δικαιοσύνη, δηλαδή δίχως καμία εγγυημένη προστασία της προσωπικής Ελευθερίας μας. Από τεχνοκράτες που σχεδιάζουν να μας απαγορεύσουν ακόμη και την καλλιέργεια λαχανόκηπων, ακόμη και την πρόσβαση στο νερό, το οποίο θα ανήκει σε πολυεθνικές. (codex alimentarious)
Σύμφωνα με το Σύνταγμα, σε υπακοή υποχρεούνται μόνον οι κρατικοί λειτουργοί, και συγκεκριμένα οι ακαδημαϊκοί και διδάσκαλοι, (άρθρο 16), οι βουλευτές (άρθρο 59) και οι δικαστές (άρθρο 87). Συγκεκριμένα για τους δικαστές αναφέρεται ότι «υπόκεινται» μόνον στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμιά περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.
Η άρση της υποχρέωσης συμμόρφωσης σε αντισυνταγματικές διατάξεις, ισχύει για όλους τους κρατικούς λειτουργούς, σύμφωνα με τον δημοσιοϋπαλληλικό κώδικα ο οποίος στο άρθρο 25 σχετικά με τηνομιμότητα των υπηρεσιακών ενεργειών, αναφέρει τα εξής:
2. Ο υπάλληλος οφείλει να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του. Όταν όμως εκτελεί διαταγή, την οποία θεωρεί παράνομη, οφείλει, πριν την εκτέλεση, να αναφέρει εγγράφως την αντίθετη γνώμη του και να εκτελέσει τη διαταγή χωρίς υπαίτια καθυστέρηση. Η διαταγή δεν προσκτάται νομιμότητα εκ του ότι ο υπάλληλος οφείλει να υπακούσει σε αυτήν.
3. Αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική ή παράνομη, ο υπάλληλος οφείλει να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή.
…Επί νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, εφόσον εκείνος που διέταξε είναι το διοικητικό συμβούλιο ή το ανώτατο μονομελές όργανο διοίκησης, η αναφορά υποβάλλεται στον εποπτεύοντα Υπουργό. Εάν εκείνος που διέταξε είναι ο Υπουργός, η αναφορά υποβάλλεται στον Πρωθυπουργό.
4. Αν ο υπάλληλος έχει αντίθετη γνώμη για εντελλόμενη ενέργεια, για την οποία είναι αναγκαία η προσυπογραφή ή η θεώρηση του, οφείλει να τη διατυπώσει εγγράφως για να απαλλαγεί από την ευθύνη.
5. Οι προϊστάμενοι όλων των βαθμίδων οφείλουν να προσυπογράφουν τα έγγραφα που ανήκουν στην αρμοδιότητα τους και εκδίδονται με την υπογραφή του προϊσταμένου τους. Αν διαφωνούν, οφείλουν να διατυπώσουν εγγράφως τις τυχόν αντιρρήσεις τους.
Οι κρατικοί λειτουργοί λοιπόν, όχι μόνον δεν υποχρεούνται να υπακούν σε αντισυνταγματικές διατάξεις ή εντολές ανωτέρων τους, αλλά οφείλουν να μην τις εκτελούν διατυπώνοντας εγγράφως τις αντιρρήσεις τους.
Για τους πολίτες που δεν είναι κρατικοί λειτουργοί, δεν αναφέρει πουθενά το Σύνταγμα, πως έχουν την υποχρέωση υπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις και αντισυνταγματικές κρατικές εντολές.
Το δικαίωμα της ανυπακοής ως προς την υποχρέωση εκτέλεσης αντισυνταγματικών εντολών, όπως επί παραδείγματι η πληρωμή τελών κυκλοφορίας, του χαρατσιού της ΔΕΗ, του ΕΝΦΙΑ, του τέλους επιτηδεύματος των διοδίων κλπ, το θεωρώ καθ’ όλα νόμιμο, εφ' όσον έχω τεκμηριώσει την επιφύλαξη μου, ως προς τη συνταγματικότητα του αντίστοιχου νόμου.
Αφού λοιπόν κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, το δικαίωμα ανυπακοής σε αντισυνταγματική εντολή είναι νόμιμο, η πολιτεία δεν έχει κανένα δικαίωμα να βεβαιώσει την χρηματική οφειλή και να επιβάλλει ποινές όπως προσαυξήσεις, αφαίρεση των στοιχείων κυκλοφορίας του οχήματος, άρνηση έκδοσης φορολογικής ενημερότητας κλπ, μέχρι την επίλυση της διαφοράς, η οποία επέρχεται με την απόφαση περί της συνταγματικότητας του προς αμφισβήτηση νόμου.
Το άρθρο 120 του Συντάγματος, είναι σαφέστατο ως προς το δικαίωμα των πολιτών να αποφασίζουν για τη συνταγματικότητα των νόμων και των κρατικών εντολών. Διότι σύμφωνα με την παράγραφο 4, η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων και όχι αποκλειστικά στη νομοθετική, την εκτελεστική και τη δικαστική εξουσία. Επομένως οι πατριώτες Έλληνες δικαιούνται και υποχρεούνται να τηρούν το Σύνταγμα, και να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία, δίχως την υποχρέωση κατοχής μιας απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας για τη συνταγματικότητα της κάθε μίας από τις χιλιάδες διατάξεις.
Άλλωστε, η επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία, δεν μπορεί να γίνει από τους πολίτες παρά μονάχα από την κρατική εξουσία. Διότι μόνον αυτή μπορεί να ασκεί έννομη είτε παράνομη βία καθώς διαθέτει την εξουσιοδότηση και τα μέσα. Αφού λοιπόν τη δυνατότητα και το δικαίωμα άσκησης βίας έχει μόνον η κρατική εξουσία, γίνεται φανερό πως η ακροτελευταία διάταξη του Συντάγματός μας, αναφέρεται αποκλειστικά σε αυτήν με τη φράση «οποιοσδήποτε επιχειρεί». Οι πολίτες, δεν έχουν δυνατότητα να καταλύσουν το Σύνταγμα, έστω και με άσκηση βίας. Διότι η προσωπική αντίδραση, οι μαζικές διαδηλώσεις, οι μολότωφ και τα γκαζάκια ακόμη και η ένοπλη αντίσταση, μπορούν να διαταράξουν την έννομη τάξη προσωρινά, αλλά όχι να καταλύσουν το Σύνταγμα.
Αναφερόμενο λοιπόν το άρθρο 120 σε επιχείρηση κατάλυσης του Συντάγματος με τη βία, δεν αναφέρεται στις διαδηλώσεις των πολιτών, αλλά στη νομοθετική βία που ολοκληρώνεται με τη βία της εκτελεστικής και της δικαστικής εξουσίας, ή στη βία τών όπλων του Στρατού.
Το δικαίωμα της ανυπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις, με πρόθεση τη διαφύλαξη του Συντάγματος, το αντλεί ο κυρίαρχος Λαός από τον πατριωτισμό του, και όχι από την υπάρχουσα νομοθεσία. Αφού σε αυτόν (τον πατριωτισμό) επαφίεται η τήρηση του Συντάγματος και όχι στο υπάρχον νομικό πλαίσιο.
Επομένως για την άσκηση της ανυπακοής δεν απαιτείται καμία άδεια από την κρατική εξουσία, ούτε αυτή μπορεί να επιβάλλει στην προκειμένη περίπτωση κάποια ποινή. Αρκεί ο πολίτης να δηλώσει επίσημα στις κρατικές αρχές, ότι αποφασίζει να μην υπακούσει σε μια συγκεκριμένη διάταξη λόγω της επιφύλαξής του ως προς τη συνταγματικότητά της. Αν έχει τη δυνατότητα να διατυπώσει αιτιολογημένα την επιφύλαξή του σίγουρα η δήλωσή του θα θεωρηθεί εγκυρότερη, αυτό όμως δεν μπορεί να τεθεί ως απαραίτητος όρος. Διότι το άρθρο 120 στην παρ. 4, δεν λέει ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό μόνον των μορφωμένων Ελλήνων, που μπορούν να διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους στη γλώσσα των νομικών. Η μη ορθή σύνταξη λοιπόν μιας δήλωσης ανυπακοής, ή η ανεπαρκής αιτιολόγηση, δεν μπορεί να ακυρώσει τη νομιμότητά της.
Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥΣ ΥΠΛΛΗΛΟΥΣ.
Από τη στιγμή που μία ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ κατατίθεται επίσημα ως αναφορά σε μια κρατική αρχή, η αρχή αυτή οφείλει να την προωθήσει στους ειδήμονες, οι οποίοι οφείλουν να απαντήσουν εντός 60 ημερών όπως ο νόμος ορίζει, σκεπτόμενοι κατά το πνεύμα του νόμου. Διότι, «Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι εκτελεστές της θέλησης του Κράτους και υπηρετούν το Λαό (Σύνταγμα, άρθρο 103) Λαμβάνοντας λοιπόν την αναφορά του διαμαρτυρόμενου πολίτη, οφείλουν να τον υπηρετήσουν δια της κατανόησης και να τον εξυπηρετήσουν ενημερώνοντάς τον για τη θέληση του κράτους όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση.
Αν λοιπόν η δήλωση ανυπακοής αφορά την πληρωμή :
- των τελών κυκλοφορίας,
- των τελών επιτηδεύματος,
- του ΕΝΦΙΑ,
- των διοδίων και
- εκτάκτων εισφορών ,
συνοδευόμενη από μια δήλωση επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα του νόμου, ο δημόσιος υπάλληλος που λαμβάνει την αναφορά, οφείλει αφ’ ενός να εξυπηρετήσει τον διαμαρτυρόμενο πολίτη βοηθώντας τον να τη συντάξει καλύτερα στην περίπτωση που είναι ασαφής και να του απαντήσει για τη θέληση του Κράτους. Διότι σύμφωνα με το άρθρο 10 του Συντάγματος, παρ. 1 , καθένας ή πoλλoί μαζί, έχoυν τo δικαίωμα, τηρώντας τoυς νόμoυς τoυ Kράτoυς, να αναφέρoνται εγγράφως στις Αρχές, oι oπoίες είναι υπoχρεωμένες να ενεργoύν σύντoμα κατά τις κείμενες διατάξεις και να απαντoύν αιτιoλoγημένα σε εκείνoν πoυ υπέβαλε την αναφoρά, σύμφωνα με τo νόμo.
Αν τώρα, ο υπάλληλος διαπιστώσει ότι η θέληση του Κράτους για τη συγκεκριμένη περίπτωση βασίζεται σε αντισυνταγματικές διατάξεις, οφείλει να πράξει τα νόμιμα ώστε να μην περιοριστούν τα δικαιώματα του διαμαρτυρόμενου πολίτη, τα οποία σύμφωνα με το άρθρο 25 του Συντάγματος, «τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους». Και «όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Αφού λοιπόν ο πολίτης δικαιούται να μην υπακούσει σε έναν αντισυνταγματικό νόμο, όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίσουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση αυτού του δικαιώματος. Δεν επιτρέπεται λοιπόν ο δημόσιος υπάλληλος να εμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση ενός δικαιώματος, επειδή ο πολίτης δεν γνωρίζει πώς να συντάξει ορθά μία αναφορά διαμαρτυρίας ή επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου. Διότι ο υπάλληλος οφείλει να γνωρίζει το Σύνταγμα, να υπακούει σε αυτό και να εκπληρώνει τιμίως καιευσυνειδήτως τα καθήκοντά του. (άρθρο 19 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα) Απορρίπτοντας λοιπόν την αναφορά ενός διαμαρτυρόμενου πολίτη με την αιτιολογία της μη ορθής σύνταξης, υποθέτω ότι ο υπάλληλος εκπληρώνει τυπικά τα καθήκοντά του αλλά όχι τιμίως και ευσυνειδήτως!.
Αν η αντισυνταγματική διάταξη που τίθεται υπό αμφισβήτηση, υποβάλλει σε περιορισμό τον διαμαρτυρόμενο πολίτη, περιορισμό των ατομικών του δικαιωμάτων όπως το δικαίωμα της μετακίνησης με χρήση ενός μεταφορικού μέσου, περιορισμό των οικονομικών του δικαιωμάτων, και στην έσχατη περίπτωση περιορισμό της ελευθερίας του, ο αρμόδιος δημόσιος υπάλληλος (επί παραδείγματι ο υπάλληλος της Δ.Ο.Υ.) πρέπει να φροντίσει ώστε οι περιορισμοί αυτοί «να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα, είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπερ αυτού και εφ’ όσον σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». (άρθρο 25 του Συντάγματος για τα δικαιώματα του ανθρώπου)
Αν, (όπως στην περίπτωση ανυπακοής ως προς την πληρωμή των τελών κυκλοφορίας, του τέλους επιτηδεύματος, του ΕΝΦΙΑ, κ.α) οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί δεν σέβονται την αρχή της αναλογικότητας, επομένως δεν προβλέπονται απ’ ευθείας από το Σύνταγμα αλλά από νόμο, ο αρμόδιος υπάλληλος οφείλει να αρνηθεί να τους επιβάλλει δηλώνοντας επιφύλαξη υπερ του σχετικού νόμου.
Η προτεινόμενη αυτή πράξη ορίζεται από το άρθρο 25 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, σύμφωνα με το οποίο, παρ. 1 «Ο υπάλληλος είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των καθηκόντων του και τη νομιμότητα των υπηρεσιακών του ενεργειών». Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, δεν είναι νόμιμη η επιβολή περιορισμών, που επιβάλλονται από έναν αντισυνταγματικό νόμο ή από αντισυνταγματική εντολή ανωτέρου. Γι’ αυτό ο υπάλληλος, οφείλει μεν να υπακούει στις διαταγές των προϊσταμένων του και στους νόμους του κράτους, οφείλει όμως παράλληλα «αν η διαταγή είναι προδήλως αντισυνταγματική να μην την εκτελέσει και να το αναφέρει χωρίς αναβολή». (άρθρο 25, παρ. 3)
Στην περίπτωση που ο υπάλληλος, (ανεξαρτήτως του αν δεχθεί ή όχι αναφορά επιφύλαξης ως προς τη συνταγματικότητα ενός νόμου), «εμποδίσει την αποτελεσματική άσκηση ενός δικαιώματος», υποβάλλοντας έναν ή περισσότερους πολίτες σε περιορισμό εξ’ αιτίας ενός αντισυνταγματικού νόμου, είναι βέβαιο ότιεκτελεί τα καθήκοντά του μόνον τυπικά, αλλά όχι τιμίως και ευσυνειδήτως όπως θα όφειλε σύμφωνα με τον όρκο του, και το άρθρο 19 του Δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, γεγονός που συνιστά το πειθαρχικό παράπτωμα της παράβασης καθήκοντος.
Αφού (όπως σύμφωνα με τα ανωτέρω έχουμε ορίσει) το δικαίωμα της ανυπακοής σε αντισυνταγματικές διατάξεις αποτελεί ατομικό μας δικαίωμα , αλλά και υποχρέωση που απορρέει απ’ ευθείας από το Σύνταγμα, ο περιορισμός του από τα κρατικά όργανα αποτελεί παράβαση καθήκοντος που τεκμηριώνει παράλληλα έλλειψη σεβασμού προς το Σύνταγμα και αποφυγή αναγνώρισης αυτού. Σύμφωνα με το άρθρο 107 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα που ορίζει τα πειθαρχικά παραπτώματα και τις ποινές, η άρνηση αναγνώρισης του Συντάγματος και η παράβαση καθήκοντος αποτελούν τα μόνα πειθαρχικά παραπτώματα που επισύρουν την ποινή της οριστικής παύσης του υπαλλήλου την οποία μπορεί να απαιτήσει ο αδικημένος πολίτης από τα ανώτερά του πειθαρχικά όργανα, φτάνοντας μέχρι το Συμβούλιο της Επικρατείας. (Άρθρο 144 του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα, σχετικά με την εκτέλεση της απόφασης που ορίζει ότι παρ. 1 «Η τελεσίδικη απόφαση εκτελείται υποχρεωτικώς. Η εκτέλεση γίνεται από την οικεία υπηρεσία ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Παράλειψη εκτέλεσης της ποινής αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα.» Και στην παρ. 2 ότι: «Σε περίπτωση απόρριψης προσφυγής κατά απόφασης που επιβάλλει την ποινή της οριστικής παύσης, η λύση της υπαλληλικής σχέσης επέρχεται αυτοδικαίως από τη δημοσίευση της απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας.»
Η παρούσα, λοιπόν, ΔΗΛΩΣΗ ΑΔΥΝΑΜΙΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ για μια επίσημη αναγνώριση από το κράτος του δικαιώματος της ανυπακοής των πολιτών, απέναντι σε αντισυνταγματικές διατάξεις, διαταγές κρατικών λειτουργών και περιορισμό δικαιωμάτων που απορρέουν απ’ ευθείας από το Σύνταγμα και τις Διεθνείς συμβάσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατατίθεται με στόχο, μεταξύ άλλων, την υπενθύμιση και ενημέρωση των κρατικών λειτουργών, ενός δικαιώματος που ΕΙΝΑΙ επισήμως αναγνωρισμένο από το κράτος σύμφωνα με την υπάρχουσα νομοθεσία αλλά παραμένει ανενεργό. Γεγονός που μπορεί να τεκμηριώσει κατηγορία για το έγκλημα από παράλειψη (βλ. Π.Κ., άρθρο 15) αλλά και το έγκλημα της εσχάτης προδοσίας, εναντίον όλων των υπαίτιων αυτής της αποσιώπησης, καθώς σύμφωνα με τον ποινικό μας κώδικα (άρθρο 134, παρ. 2) για εσχάτη προδοσία διώκονται εκτός των άλλων και «όσοι επιχειρούν με σφετερισμό της ιδιότητάς τους ως οργάνων του κράτους, να καταλύσουν ή να αλλοιώσουν ήνα καταστήσουν ανενεργό διαρκώς η προσκαίρως το δημοκρατικό μας πολίτευμα που στηρίζεται στην λαϊκή κυριαρχία.»
Για όλους τους παραπάνω λόγους, όπως αναλυτικά διατυπώθηκαν, οι κάτωθι υπογεγραμμένοι ΕΛΛΗΝΕΣ ΠΟΛΙΤΕΣ, ΔΗΛΩΝΟΥΜΕ ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΑΡΜΟΔΙΑ ΑΡΧΗ ΟΤΙ ΩΣ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΛΑΟΥ, ΕΝΕΡΓΟΠΟΙΟΥΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΑΣ ΠΟΥ ΑΠΟΡΡΕΟΥΝ ΑΠΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 120 ΠΑΡ.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΜΑΣΤΕ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΥΠΑΚΟΗΣ έως ότου αποκατασταθεί στην πατρίδα μας Η ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και επιστρέψει η ζωή μας στους φυσιολογικούς, για τις ανθρώπινες ανάγκες επιβίωσης, ρυθμούς.
Καλούμε δε, τις Δημόσιες Αρχές, στις οποίες αποτεινόμαστε με την παρούσα, να ενεργήσουν τα δέοντα ως Αρχές ελευθέρου και κυρίαρχου δημοκρατικού κράτους και όχι ως Αρχές εκτελούσες εντολές, υπακούοντας τυφλά στην “προϊσταμένη Αρχή”.
ΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΝΤΕΣ ΤΗΝ ΔΗΛΩΣΗ ΑΡΝΗΣΗΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗΣ
Α/Α ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ ΑΡ. ΤΑΥΤ ΑΦΜ / ΔΟΥ ΥΠΟΓΡΑΦΗ
_________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου