Στο σπίτι μας υπήρχε μια κάμαρη, όπου ζούσε μόνη της
μια γριούλα, που τη φωνάζαμε γιαγιά Ανέζω
και όλοι μας της δείχναμε σεβασμό και αγάπη.
Ήταν πρώτη ξαδέλφη του παππού του Θανάση από τη μεριά της μάνας του και τη
φωνάζαμε γιαγιά χατζούδα, αφού τον πατέρα της αλλά και όλους που ανήκαν στην ανώτερη κοινωνική τάξη του
Αϊβαλιού, τους είχανε δώσει το παρανόμι χατζής*.
Γεννήθηκε μέσα στα πλούτη και καθώς ήταν έξυπνη έμαθε γράμματα γιατί ήθελε να γίνει δασκάλα, αλλά αγάπησε ένα
ναυτικό, ένα κοντραμπατζή*, και παρ’ όλες τις απαγορεύσεις και τις αντιρρήσεις
των δικών της κλέφτηκε μαζί του και τον
παντρεύτηκε.
Ο πατέρας της την αποκλήρωσε και το μερίδιο της το δώρισε στο Αϊβαλί ως
ψυχομερίδιο*
Έτσι πήγε και έζησε μαζί με τον παρακατιανό
σύζυγό της στην κάτω συνοικία, όπου γρήγορα άρχισαν τα
προβλήματα με το σόι του άνδρα της, γιατί δεν ανεχότανε τον ανεξάρτητο
χαρακτήρα της και γιατί λέγανε δεν έκανε παιδιά, παρόλο που το φταίξιμο ήταν
του άνδρα της.
Έτσι από μια άνετη και πλούσια ζωή, που ζούσε κατάντησε να περνάει με
μιζέρια και εξαθλίωση χωρίς να παραπονιέται. Μετά το θάνατο των γονιών της τα
δύο αδέλφια της ο Φώτης και ο Αργύρης, της φερότανε ακόμα πιο σκληρά μέχρι, που
σε μια, ενδοκοινοτική* σύγκρουση το 1880 φτάσανε να σκοτώσουν και τον άνδρα
της.
Τότε πήγε στο Αϊβαλί ο παππούς μου ο Θανάσης την έφερε στο Γαλατά και ζούσε
μαζί μας σαν μέλος της οικογένειας.
Εμάς από τότε που γεννηθήκαμε μας φερότανε σα να είμαστε εγγόνια της εμένα
ειδικά με ξεχώριζε γιατί μου άρεσε να πηγαίνω στο καμαράκι της για να ακούω
ιστορίες που μου αφηγότανε και παραμύθια που μου έλεγε.
Το καλοκαίρι του 1906 ήμουν επτά
χρονών λίγο πριν πάω στη πρώτη τάξη, όταν με πήρε και πήγαμε στο βουνό να
μαζέψουμε θυμάρι. Απορούσα που έβλεπα να μαζεύουμε τόσο πολύ και απόρησα ακόμα
πιο πολύ όταν την είδα την άλλη μέρα, Σάββατο ήταν, να το ρίχνει στο πεζούλι
της πόρτας μας, στα περβάζια των παραθύρων, στον αχυρώνα και γύρω από το πηγάδι
μας μουρμουρίζοντας.
-Γιαγιά Ανέζω, της είπα, γιατί σκόρπισες το θυμάρι σαυτά τα μέρη;
Μου χαμογέλασε όπως το συνήθιζε και με πήρε στο καμαράκι της.
-Θα σου πω ένα παραμύθι όπως και εγώ το έμαθα από τους παππούδες μου.
Τα παλιά τα χρόνια ο Ουρανός αγάπησε
τη Γη και την πήρε γυναίκα του. Από τότε που γίνανε ανδρόγυνο ο Ουρανός
κατέβηκε κι ακούμπησε πάνω στη Γη και δεν άφηνε χώρο να γεννηθούν οι άνθρωποι.
Ο Θεός επειδή ήρθε η εβδόμη ημέρα
και έπρεπε να φτιάξει τους ανθρώπους
έψαχνε να βρει τρόπο να ξεκολλήσει τον Ουρανό από τη Γη και να το
στείλει ψηλά όταν είδε μια αγελάδα να προσπαθεί να γλύψει τον Ουρανό και αυτός
να τραβιέται. Φώναξε τότε τις αγελάδες τις πρόσταξε να γλύφουν τον Ουρανό και
εκείνος ανέβηκε εκεί ψηλά, όπου τον βλέπουμε να βρίσκεται σήμερα.
Τότε ο Θεός έκανε τους ανθρώπους
αλλά μαζί τους γεννήθηκαν τα αερικά παιδιά του Ουρανού που είχε μέσα στη κοιλιά
της η Γη.
Όταν ο Αδάμ και
η Εύα διώχτηκαν από τον Παράδεισο, τα αερικά ήταν αυτά που συνάντησαν πρώτα
μόλις διάβηκαν την πόρτα του..
Τότε, λένε, πως
οι άνθρωποι και τα αερικά έμαθαν να ζούσαν αρμονικά μαζί και οι άνθρωποι τα
έβλεπαν να είναι σαν τους αγγέλους να τους βοηθούν και να τους συμπαραστέκονται
σε κάθε δυσκολία.
Αυτό μέχρι που
οι άνθρωποι θέλησαν να κάμουν κουμάντο στη Φύση οπότε και αυτή τους στέρησε την
ικανότητα να τα βλέπουν εκτός από κάποιους που έχουν το χάρισμα να μπορούν και
σήμερα να τα νιώθουν και να τα βλέπουν ακόμα όταν είναι γύρω μας.
Γιατί ζούνε γύρω μας και συχνάζουν σε
μέρη ήσυχα, όπου δεν κυκλοφορούν συχνά οι άνθρωποι .Έχουν χωριστεί σε δύο
κατηγορίες. Τα ξωτικά και οι νεράιδες, που ζούνε στα ποτάμια, στις
λίμνες, στις πηγές, στα πυκνά
δάση, στις σπηλιές, στις κουφάλες των δέντρων και είναι κακόβουλα και τα τελεσίμια ,που ζούνε στα
πηγάδια, στα κελάρια στους αχυρώνες των σπιτιών ακόμα και μέσα στα σπίτια. Αυτά είναι
αγαθά πνεύματα και εμφανίζονται στον ύπνο αλλά και στο ξύπνιο αυτού που τα
πιστεύει και θέλουν να τον ειδοποιούν ή
να του στέλνουνε μηνύματα για το καλό ή το κακό που θα το βρει.
Από τα κακά πνεύματα,
κάποια θέλουν να μπούνε στα σπίτια και να κάνουν κακό στους ανθρώπους γιαυτό
και εμείς κάνουμε διάφορα ξόρκια για να τα εμποδίζουμε. Στο έμπα των σπιτιών
είτε στις πόρτες είναι είτε στα παναθύρια το θυμάρι δεν τα αφήνει να περάσουνε
γιατί το φοβούνται όπως ο διάβολος το λιβάνι. Μαζί με το σκόρπισμα του θυμαριού
λέμε το Πάτερ ημών και σε κάθε πόρτα ή παναθύρι φωνάζουμε το ξόρκι:
Πέφτω κάνω το
σταυρό μου
άρμα έχω στο πλευρό μου.
δούλος του Χριστού λογιούμαι
και κανένα δεν φοβούμαι.
-Γιαγιά Ανέζω είδε κανείς ποτέ κακό πνεύμα ή τελεσίμι; τη ρώτησα.
-Όταν έγινα κοπελίτσα ένα τελεσίμι ήρθε στον ύπνο μου και μου είπε , ότι
στην ηλικία μου πρέπει να μάθω να εμπιστεύομαι ή το μυαλό ή την καρδιά.
Εσύ μου είπε και πολύ μυαλό έχεις και μεγάλη καρδιά. Κοίταξε να πάρεις τη
σωστή απόφαση για το καλό σου. Εγώ αγοράκι μου, μου είπε χαμογελώντας,
εμπιστεύτηκα την καρδιά μου.
Αλλά τελεσίμια έχει δει και η μαμά σου πήγαινε να τη ρωτήσεις.
Έφυγα τρέχοντας να πάω να ρωτήσω τη μάνα μου.
-Μανά η γιαγιά Ανέζω μου είπε ότι έχεις δει τελεσίμια αλήθεια είναι;
-Μπρε γιόκα μ’ βρήκες τν ώρα να με ρωτίς. Το βράδ μόλις φάμι θα σι πω.
Το βράδυ έμαθα και για τα τελεσίμια της μάνας μου.
Μόλις έγινα κοριτσάκι, μας στήσανε
στο υπόγειο ένα αργαλειό της γιαγιάς Φωτεινής για να μάθουμε εγώ και η Μαρία να
υφαίνουμε. Εμένα πού με έχανες, πού με έβρισκες στον αργαλειό να μαθαίνω b, για
το στημόνι, το χτένι, τη σαΐτα, τα αντιά
( το προστάντι και το πισάντι), την ποταμίστρα, τα μιτάρια, την η κουρούνα, το
ξυλόχτενο, το μασούρι και τα ποδαρικά.
Για μέρες δεν κοιμόμουνα γιατί
ολημερίς ο νους μου ήτανε στον αργαλειό. Ένα βράδυ μεσάνυχτα ήρθε χωρίς να την
πάρουνε χαμπάρι και στάθηκε πάνω από το κρεββάτι μου μια πανέμορφη κοπέλα και
μου είπε.
-Ζαχαρένια πήγαινε στο υπόγειο όπου
είναι ο αργαλειός και σκάψε στο δεξί πίσω πόδι του και εκεί θα βρεις ένα
κιούπι, άνοιξέ το, θα είναι γεμάτο λίρες. Πρόσεξε όμως καλά δε θα πεις σε
κανένα τίποτε γιατί θα χαθούν οι λίρες και στη θέση τους θα είναι κάρβουνα.
Αυτά μου είπε και χάθηκε.
Σηκώθηκα όσο μπορούσα αθόρυβα,
κατέβηκα στο υπόγειο βρήκα ένα τσαπί και πήγα στον αργαλειό προσπαθώντας να το
μετακινήσω, να σκάψω όπου μου υπέδειξε
το τελεσίμι.
Ξαφνικά βλέπω μπροστά μου το μικρό
μου τον Αναστάση και μου λέει:
- Τι κάνεις εδώ κάτω μωρή λωλή
μονάχη σου μες τη μαύρη νύχτα;
Οπότε αναγκάστηκα να του πω για αυτά
που μου είπε το τελεσίμι.
Βιαστικοί από την προσδοκία του
θησαυρού σκάψαμε ακόμα και με τα χέρια ξεθάψαμε το πιθάρι, που πραγματικά ήταν
θαμμένο κάτω από τον αργαλειό και όλο λαχτάρα το ανοίξαμε. Τότε είδαμε πως
ήτανε άνθρακες ο θησαυρός.
Το χωριό μας, όλοι οι Γαλατιανοί λέγανε, πως είναι γεμάτο αερικά γιαυτό και
κάθε σπίτι είχε τις δικές του ιστορίες με τελεσίμια και ξωτικά.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου