-Πώς μας στέγνωσαν έτσι μωρ’
αδερφέ μου, λες και μας κρεμάσαν στο σύρμα Αύγουστο μήνα με μανταλάκι, και ο
κολιός αρμυρός .
Νοικοκύρης τόσα χρόνια, πάντα
πρώτος να προσφέρει , με το αζημίωτο βέβαια, καθότι η ζωή μικρή και τα μπακίρια
λίγα για να την απολαύσεις. Να σου στήσει τη φτιάξη στο μπαΐρι με το γρασίδι ο
Νώντας, να μη προλάβει ο έτερος να πάρει ανάσα αδερφέ μου. Και κάθε καλοκαίρι
πάλι πρώτος, να σου στείλει τη Μαλάμω για νερό ,το Στέργιο να τον ανεβάσει στην
αγρεντιά, και όταν μωρ’ αδερφέ μου τα ΄παιρνε, έβαζε και τη μάνα του πλησίον να
κλάψει στην άκρη στο ποτάμι , για να ‘χει και από αυτό ντε, που κάνει τους
φιόγκους να ‘αμολάν τους καταρράχτες και να φαίνονται σαν την Έδεσσα φωτισμένη
απ’ τον κάμπο χαράματα.
Έβαλε λοιπόν ο Νώντας το μασίνι
(ρίχνουμε άμα λάχει και ‘κανα φράγκικο καθότι κάναμε και στην αλλοδαπή κάτι
πανσέληνους και μοστράρουμε αδερφέ και τη
γνώση μας) να δουλέψει, ακριβό μαραφέτι και το πρόσεχε πολύ ο Νώντας το δούλευε
μόνο όταν και όπου χρειαζόταν, και τώρα
ήταν μεγάλη ανάγκη.
Την χαλάσανε τη φτιάξη και τι να
πει. Φύσαγε ξαναφύσαγε, αλλά δεν του βγαίνε το κόλπο. Καθότι ο τάπητας αφρός, το τόπι ζυγιασμένο, αλλά
πάντα έξω απ’ το πλεκτό , το μπουλούκι δεν τραβούσε, τι να πει στ’ αφεντικό.
Και το Μαρικάκι, που το βάζεις το Μαρικάκι .
Είχε κωλόκαιρο τη μέρα που το γνώρισε. Να το σορόπι ο Νώντας, να το χαμόγελο το
Μαρικάκι. Έδεσε το γλυκό ,ούτε κυδώνι να ‘τανε. Ναι, αλλά στα πούπουλα το ‘χε από
τότε, ίσαμε χίλιες κότες μάδησε για να ‘χει το Μαρικάκι τη μερτσεντές να
κυκλοφοράει και το πατσουλί με όνομα, εκείνου ντε, που περπατάει και νομίζεις
ότι η γη είχε αναγούλες και καούρα. Δεν του ‘χε μείνει χήνα στο κοτέτσι για να
το πλερώσει. Αλλά χαλάλι, είχε πάντα καλοκαίρι από τότε το Μαρικάκι. Τώρα τι
γίνεται;
Και καθόσον νοικοκύρης άνθρωπος ο
Νώντας όπως προ είπαμε, και στο στρατό υπηρέτησε για τη μαμά πατρίδα. Αξιωματικός
περικαλώ την εποχή που κάποιοι λέγαν ότι ήταν χούντα και δεν περνούσαν καλά και
λεύτερα, αεράκι ο Νώντας, Λεβάντες. Και
πώς του πήγαινε το ραφ της αεροπλοΐας,
κάλτσα πλεκτή σε πόδι γαλαζοαίματου αδερφέ μου.
Και στα κόλπα οικογενειακώς,
ξεκίνησε κάποτε ο παππούς πολιτευτής
γαρ, με το σχέδιο Μασας (Μάρσαλ) και έφτασε σήμερα ο Νώντας της γενιάς του πολυτεχνείου ( με τους απόξω,
να ξέρουμε και τι μας γίνεται) καθόσον
μετά το στρατό επαναστάτησε , ενταγμένος, έτσι το λένε οι σοφοί ντε, και στο
ΤΕΜΤΕ και στο ΕΣΠΑ .
Και νομιμόφρων, τόλμησε
κάποτε ο περιπτεράς στην πλατεία να μην
του δώσει απόδειξη για τα τσιγάρα που πήρε, και κόντεψε να κάνει το περίπτερο ζαρντινιέρα
και τον περιπτερά λέλουδο να τη στολίζει. Μετά χάθηκε για λίγο καιρό και όταν
έσκασε μύτη στη πιάτσα και τον ρώτησαν οι μάγκες, που ήταν χαμένος, βρεμένη
γαλή ο Νώντας , -άσε αδερφέ μου, με βρήκε νίλα δυόμιση χιλιάρικα , για μια
χαραμάδα στο πόδι να στρώσουνε το μεντεσέ .- Απόδειξη πήρες; -καλά ρε, ακόμα με
τη χείρα και τα πέντε ορφανά της Βολεύεστε, ζητάς απόδειξη για αυτά τα πράματα;
Τέτοια κι άλλα πολλά ο Νώντας.
Τώρα λοιπόν που η φτιάξη χάλασε
τι του μένει ; μόνο τα αφεντικό.
Σενιάρεται λοιπόν ένα πρωί σα
βαρκούλα γιορτινή και ανοίγει πανιά για τ αφεντικό.
Καθότι μορφωμένο τ’ αφεντικό, με
τέσσερα σεμεδάκια στον τοίχο κρεμασμένα και ένα τραπεζομάντηλο με βαριές υπογραφές
από την αλλοδαπή, τόσο βαριές αδερφέ μου
που αν δεν το είχε σε κάδρο θα ξεχείλωνε, ντοκτορά το λέει τ’ αφεντικό και τον
βάζει κάθε φορά να στέκεται προσοχή όταν το βλέπει.
-Συριανό λουκούμι η καλημέρα μου
αφεντικό,
-Καλημέρα Νώντα,
-Καθότι άνθρωπος της πιάτσας
αφεντικό και δε μπορώ τα σύκα μέσα στη σκάφη, Θα στα πώ έξω από την
οδοντοστοιχία. Με τη φτιάξη το και το…. Χολένει το πράμα. Τι κάνουμε;
-Μη στεναχωριέσαι Νώντα, τι το
‘χουμε το τραπεζομάντηλο; Έχω μια μηχανή στο μυαλό μου.
-Άστη να τσουλήσει στην κατηφόρα
αφεντικό.
-Θα κάνουμε μια ΜΚΟ
-Καλό το τελεγράφημα αλλά θέλει
ξήγα αφεντικό, άκου! Μου Κου Ο.
-Εταιρία ρε Νώντα, αμάν
-Καθότι δεν τα πάω καλά με τα
χοντρά ,δεν το σπάμε σε κέρματα, να το ξηγηθώ ζόρικα και στα μαγκάκια του καφενέ.
-Μάγκες Καλά Οργανωμένοι.
-Θα την ανθιστούν τη φτιάξη στην
πιάτσα αφεντικό και θα μας πάρουν το κατόπι με τα μούσμουλα.
-Δεν είναι ανάγκη στην πιάτσα να
το πεις αυτό,
-Και τι θα μοστράρω στα μαγκάκια,
καθότι παιδιά τζιμάνια , το χέρι τους δίνεις και όταν το παίρνεις πίσω μετράς
τα δάχτυλα.
-Πρώτα απ’ όλα θα λες στους
μάγκες με ύφος Στουρνάρα και βάλε, ότι είσαι ανεξάρτητος, θα τους βρίζεις όλους
και μένα μαζί και θα λες ότι είμαστε όλοι ίδιοι.
- Με συμπαθάς αφεντικό.
-Ρε και μένα σου λέω. Και μένα πρώτο
και στα μαγκάκια στην πιάτσα θα λες , έχουμε μια Μη Κυβερνητική Οργάνωση, που αντικείμενο
εργασίας έχει τον το ξύπνημα και τον έρωτα της πεταλούδας της βροχερές μέρες του
καλοκαιριού, με την υποστήριξη κτλ κτλ. Κατάλαβες;
-Ε!;
-Τα θυμάσαι αυτά που σου είπα;
-Σα σπόγγος φυσικός που τον
αλίευσαν τεχνίτες απ την Κάλυμνο.
-Άντε, πάρα αυτά για το Μαρικάκι και στο
καλό.
Και να σου το λοιπόν ο Νώντας
αδερφάκι μου στην πιάτσα Κυριακή πρωί, μέρα του θεού να πούμε, ανεξάρτητος,
άσπιλος, αμόλυντος, άχραντος όπως λέει κι ο παπα-Γιώργης, σα λευκό σεντονάκι
που το ‘βγάλαν απ’ την μπουγάδα και τ’ άπλωσαν σε τρις καρέκλες στο καφενείο, να
‘ξηγεί στα μαγκάκια τι μεγάλο πράμα είναι: το ανεξάρτητο ξύπνημα και ο
ανεξάρτητος έρωτας της πεταλούδας τις βροχερές μέρες του καλοκαιριού. Και πώς
αν τον στηρίξουν στην προσπάθειά του να εκλεγεί Δήμαρχος, δεσμεύεται να σώσει
τα σκουλήκια για να μπορέσουν να εξελιχθούν σε πεταλούδες.
Με το αζημίωτο πάντα.
Παπατόλιος Θανάσης
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου