του Θεόδωρου Κουτρούκη*
Θυμάμαι εκείνη την ημέρα που
πρωτομπήκα στο σπίτι. Έφερα μαζί μου τη μυρωδιά από το βερνίκι πάνω στο ξύλο
της κερασιάς. Έφερα και μυριάδες υποσχέσεις για το φως που θα κόμιζα στη ζωή
των συγκατοίκων μου.
Δεν άργησαν να έρθούν και οι
πρώτοι μου σύντροφοι: παιδικά παραμύθια και μικρές ιστορίες με μεγάλα γράμματα
και πολλές εικόνες. Τι χρώματα κι εκείνα! Μπόλιαζαν με ολόκληρο το ουράνιο τόξο
τις παιδικές ψυχές.
Οι επόμενοι σύντροφοι μου – με
σήμα την κουκουβάγια - που άρχισαν να καταφθάνουν μονότονα κάθε Σεπτέμβριο, είχαν
λιγότερα χρώματα και περισσότερες απαιτήσεις. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν το
«Αναγνωστικό», ενώ λίγο αργότερα ήρθε και μια ολόκληρη διμοιρία πανομοιότυπων
συντρόφων μ’ ένα πολλά υποσχόμενο τίτλο στο εξώφυλλο: Εγκυκλοπαίδεια!
Στο μεταξύ η συντροφιά μεγάλωνε
κι έκανε καινούριους φίλους. Έργα του Ντίκενς και του Ιουλίου Βερν, αλλά και
του Παπαδιαμάντη, του Βενέζη, της Πηνελόπης Δέλτα, του Μυριβήλη και του
Ξενόπουλου έρχονταν για να γητεύσουν τις ψυχές του αναγνώστη και να επιταχύνουν
τον καλπασμό της φαντασίας του. Να ξέρατε πόσο γοητευτικό θέαμα ήταν το
αποκοιμισμένο αγόρι με τον «Ροβινσώνα Κρούσο» μισάνοιχτο πλάι στο προσκεφάλι
του!
Αργότερα ήρθαν και τα ετεροθαλή
αδέρφια των φίλων με την κουκουβάγια. Τους λέγανε «βοηθήματα» κι ήρθαν να
αμφισβητήσουν την επάρκεια και τη μοναδική θέση των πρώτων στη ζωή του
αναγνώστη.
Τα χρόνια πέρασαν κι οι
νεοφερμένοι φίλοι, που είχαν τη στόφα του Πανεπιστημίου, είχαν πια εκατοντάδες
σελίδες, λες και προσπαθούσαν να χωρέσουν όλη γνώση του κόσμου κι έκαναν τον
ξύλινο σκελετό μου να λυγίζει από το βάρος.
Δίπλα σε αυτά η παρέα μεγάλωσε
με έργα του Hemingway και
του Garcia
Markes, του Κουμανταρέα και
του Καφάβη, αλλά και έργα ιστορίας και φιλοσοφίας. Ήρθαν όμως και έργα
πολιτικής του Μαρξ, του Γκράμσι, του Εκο, αλλά και του Aron, του Friedman και του Καστοριάδη, που
ήταν τόσο δημοφιλή στα χρόνια της Μεταπολίτευσης.
Κι ο εμπλουτισμός της παρέας
συνοδευόταν συχνά από την εμφάνιση παρείσακτων ζωυφίων στους παλιότερους φίλους
αλλά και από κόκκους χαρτιού που σκόρπιζαν τριγύρω οι βίαιες παρεμβάσεις του
χαρτοκόπτη στις ενωμένες σελίδες.
Ο καιρός όμως περνούσε κι
άλλαζαν οι επιλογές του αναγνώστη. Οι καινούριοι φίλοι ήταν πλέον πανόδετοι ή
δερματόδετοι σε χαρτί ιλουστρασιόν και επιδείκνυαν με καμάρι την λάμψη από τα
χρυσά γράμματα στις ράχες τους. Πολλούς από τους νεοεισερχόμενους δεν τους
διάλεγε ο αναγνώστης αλλά οι εφημερίδες που διάλεγαν αντ’ αυτού τι θα διαβάσει
και του το χάριζαν (κάποτε με αντάλλαγμα μερικά κουπόνια).
Καθώς ο καταναλωτισμός επικρατούσε
πλήρως, τη θέση των έργων της λογοτεχνίας και των κοινωνικών επιστημών που ήταν
τροφή για το νου, άρχισαν να παίρνουν τα χρηστικά έργα μαγειρικής που
μαρτυρούσαν ότι ο νους ήταν πλέον στραμμένος στην τροφή.
Στο διάβα του χρόνου κι ενώ
μερικοί φίλοι μου είχαν ήδη ξαπλώσει σε οριζόντια θέση πάνω από τους άλλους,
για να παραχωρήσουν τη θέση τους σε μια πολύβουη οθόνη 32 ιντσών, ήρθε σιγά-
σιγά και η παραμέληση μου, η εγκατάλειψη της συχνής χρήσης.
Τα εξώφυλλα και οι ράχες που
αντάμωναν το φως του ήλιου κιτρίνιζαν και ξεθώριαζαν. Μερικοί από τους φίλους
μου παρέμειναν με τις σελίδες ενωμένες και γεμάτοι σκόνη: ήταν όλα εκείνα τα συμπτώματα
που μαρτυρούν το θάνατο του αναγνώστη. Γιατί θάνατος είναι τα βιβλία που δεν
διαβάσαμε.
Όλα αυτά θα έπρέπε να μου προκαλούν
θλίψη. Όμως κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί γιατί δεν είμαι παρά μια
βιβλιοθήκη. Και οι βιβλιοθήκες δεν έχουν συναισθήματα. Ή μήπως έχουν;
*Επίκουρος Καθηγητής
Πανεπιστημίου Αιγαίου
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου