του
Αντώνη Ματζάρη *
Όπως όλα τα παιδιά της ηλικίας μου
αρχίζαμε τα πρώτα βήματα της ζωής μας με σεβασμό προς την εκκλησία , πόσο
μάλλον εγώ, που από τη μεριά της γιαγιάς μου είμαστε παπαδοσόι.
Ένας αδελφός του προπάππου μου έγινε
Πατριάρχης Αντιόχειας, ένας άλλος έγινε ηγούμενος της μονής Βατοπεδίου
και ο ίδιος ήταν ο τελευταίος παπάς του Γαλατά της παλιάς πατρίδας και ο πρώτος
παπάς της Περαίας θαμμένος στο ιερό του Ναού της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος. Με
τέτοιο σόι και τον αδελφό του πατέρα μου τον θείο Αλέκο δεξιό ψάλτη ήταν φυσικό
να περάσω αρκετά χρόνια στο ψαλτήρι της εκκλησιάς μας.
Το ψαλτήρι απετέλεσε για μένα ένα
θαυμάσιο παρατηρητήριο, ικανοποιώντας τη διαστροφή μου για παρατήρηση. Εκεί από
οκτώ χρονών κρεμασμένος με τα δύο μου χέρια από το αναλόγιο παρακολουθούσα
σκηνές απείρου κάλλους που εξελίσσονταν μεταξύ των ψαλτών και του παπά.
Πανίσχυρος τότε δεξιός ψάλτης, όπως είπα, ήταν ένας ξεχωριστός
άνθρωπος ο θείος Αλέκος. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης επειδή ήταν μορφωμένος
, σοβαρός και αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και μετά με τους άλλους. Εμένα με
αγαπούσε επειδή, έλεγε, ήμουν καλός μαθητής και ήσυχος γιαυτό και με έβαλε στο
ψαλτήρι. Δεν δίσταζε όμως να με καρπαζώνει όταν το ρωτούσα να μου μεταφράσει τη
λέξη τεριρέριμ . Ήταν μαραγκός στο επάγγελμα και είχε τη δυνατότητα να
διοριστεί σα δάσκαλος σε δημοτικό. Δεν το έκανε όμως από στραβοκεφαλιά πράγμα
που όπως έλεγε το μετάνιωσε σαν το σκύλο. Και ο θείος μου Αλέκος, όπως
έγινε και με τον νουνό μου το Μιχαλιό, με προτροπή μου έγραψε βιβλίο για τη ζωή
του που ελπίζω στο μέλλον να το εκδώσω. Αριστερός ψάλτης ήταν ο Ιπποκράτης ο
Λέκας. Ήταν μικρόσωμος με ασθενική κράση και κουτσός με το ένα του
πόδι παραμορφωμένο και ξερό σαν κούτσουρο. Σε ένα περίπτερο στην
άκρη του οικοπέδου του έκανε τον τσαγγάρη αφού λόγω της αναπηρίας του δεν
μπορούσε να κάνει τον αγρότη. Του άρεσαν και αυτού τα γράμματα και
συμπαθούσε τα παιδιά που « παίρνανε τα γράμματα». Εμένα με αγαπούσε επί πλέον
γιατί με τη μεγάλη κόρη του, που ευτύχησε να τη δει γιατρό ήμουν συμμαθητής.
Φορούσαν και οι δύο γυαλιά πρεσβυωπίας στηριγμένα στην άκρη της μύτης τους.
Έτσι μπορούσαν να διαβάζουν τα ψαλτήρια και συγχρόνως να ανταλλάσουν
αγριεμένες ματιές γιατί πάντα ο ένας ήταν ο σωστός και ο άλλος
πάντα έκανε το λάθος.
-Βρε γιατί είπες το τροπάριο στον πλάγιο
δεύτερο. Αφού ήταν στον πλάγιο τέταρτο έλεγε ο θείος μου ενώ ο Ιπποκράτης του
απαντούσε
-Σιγά μην ήταν πλάγιος τέταρτος. Θα μας
μάθεις τώρα να ψέλνουμε;
Ο καυγάς συνεχιζότανε και μετά το
τέλος της λειτουργίας, αν έπρεπε ο ύμνος να ειπωθεί με τον πλάγιο
δεύτερο αντί του σωστού πλάγιου τέταρτου, προς μεγάλη τέρψη δική μου που
διασκέδαζα από αυτούς τους συμπαθητικούς καυγάδες. Πολύ συχνά σε αυτούς τους
καυγάδες ανακατευότανε και ο παπάς που εύρισκε το μπελά του. Από την άλλη μεριά
είχε τρομερό ενδιαφέρον όταν συζητούσανε για γενικότερα θέματα στα οποία πάντα
συμφωνούσανε μια και ήταν και οι δύο αριστεροί. Το ό,τι δεν πήγαν εξορία το
χρωστάνε στον παπά Ιερόθεο.
Πέρασαν τα χρόνια και όπως ήταν φυσικό
όλοι εμείς που συχνάζαμε στο δεξιό ψαλτήρι δίπλα στο θειό μας τον Αλέκο φύγαμε.
Μόνο εκείνος καίτοι έφτασε τα ογδόντα αρνιότανε να φύγει από ψάλτης μέχρις ότου
ο νέος παπάς του είπε να μη συνεχίσει από την καινούργια χρονιά.
Ο Μπαρμπαλέκος καθώς ήταν περήφανος,
έφυγε, αλλά ζητούσε ευκαιρία να δείξει στο Παπαγιώργη πόσο λάθος έκανε που τον
έδιωξε.
Και αυτή η ευκαιρία δόθηκε την μεγάλη
Τρίτη με το τροπάριο της Κασσιανής.
Μας κάλεσε λοιπόν όλους του σογιού που
ξέραμε από ψάλσιμο να κάνουμε χορωδία και το συνοδεύσουμε όταν θα έλεγε
το τροπάριο.
Πήγαμε και στηθήκαμε αλλά στο αριστερό
ψαλτήρι γύρω από το αναλόγιο ο πατέρας μου, ο μεγάλος του γιός ο Γιάννης, ο
άλλος του γιός ο Βασίλης χρόνια ψάλτης και αυτός, ο αδελφός μου ο Νίκος και
εγώ.
Πρώτη φορά ο θειός είχε τρακ και
προσπαθούσαμε να του δώσουμε κουράγιο. Και ξαφνικά έρχεται η στιγμή που μας
δόθηκε το σύνθημα από τον Παπαγιώργη να αρχίσουμε.
Με μια καταπληκτική τετραφωνία κάναμε το
εκκλησίασμα να παρακολουθεί με κατάνυξη αυτό το αριστούργημα των εκκλησιαστικών
ύμνων.
Είχαμε ψάλλει του δώδεκα στοίχους
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις
περιπεσοῦσα γυνή,
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου
ἀναλαβοῦσα τάξιν,
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ
κομίζει.
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος
ἀκολασίας,
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς
ἁμαρτίας.
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων,
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ
ὕδωρ·
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς
καρδίας,
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου
κενώσει.
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας,
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς
κεφαλῆς μου βοστρύχοις·
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν
και αρχίζαμε τον δέκατο τρίτο όταν
ξαφνικά έγινε καταστροφή.
Ο Μπαρμπαλέκος ανέβηκε μια οκτάβα
ξεφώνησε τη λέξη κρότον σα
βραχνοκόκορας και σταμάτησε. Ο πατέρας μου για να σώσει την κατάσταση άρχισε να
τραγουδάει το κρότον σαν αμανέ, οι
υπόλοιποι ξεφύγαμε από το κείμενο και ψέλναμε άλλα αντ¨άλλων όπως
κρότος ηκούστει τω φόβω εκρύβη.
Για να τελειώσουν οι άλλοι τέσσερεις
στίχοι
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ
ἐκρύβη.
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου
ἀβύσσους
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου;
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ
ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος.
νόμισα ότι πέρασε ένας αιώνας.
Ο θειός μου γεμάτος απελπισία
μονολογούσε. Και το πηγαίναμε τόσο καλά αλλά με έφαγε ο κρότος. Πως το πήρα
τόσο ψηλά.
Έφυγε και δεν έψαλλε ξανά στην εκκλησία.
*ο
Αντώνης Ματζάρης είναι πρώην Δήμαρχος
Δήμου Θερμαικού.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου